Γιατί άραγε η ελληνική σύγχρονη λογοτεχνία είναι σχεδόν άγνωστη στο εξωτερικό; Γιατί, αν ρωτήσουμε έναν ξένο βιβλιόφιλο, ποιους έλληνες λογοτέχνες γνωρίζει, θα ακούσουμε τα ονόματα: Καβάφης, Καζαντζάκης και τους δύο νομπελίστες μας;
Το τραύμα είναι παλιό. Εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπάρχει ουσιαστική πολιτική για το βιβλίο. Να μην επαναλαμβανόμαστε: καρατόμηση ΕΚΕΒΙ, πάγωμα του μεταφραστικού προγράμματος Φράσις, απαξίωση του έλληνα συγγραφέα. Ούτε να επαναλάβουμε ότι δεν νοείται μια πολιτισμένη χώρα να διαθέτει δύο (2!) κατά τα άλλα πολύ αξιόλογες ατζέντισσες βιβλίου, οι οποίες ωστόσο απευθύνονται σε όλους τους συγγραφείς της! Την ίδια στιγμή είναι αδιανόητο ο έλληνας συγγραφέας να εναποθέτει τις ελπίδες του στη θεά Τύχη που θα φέρει στον δρόμο του έναν ξένο ατζέντη, είτε να αφιερώνει τον μισό δημιουργικό του χρόνο δουλεύοντας σκληρά πάνω στο χτίσιμο της φαντασίωσης μιας διεθνούς καριέρας. Αλλωστε, μόνη της η φράση «χτίσιμο καριέρας» για έναν καλλιτέχνη αποτελεί αντίφαση. Ή δημιουργός είσαι ή μάνατζερ. Και τα δύο, συγγνώμη, αλλά δεν γίνεται. Συγκρούονται μετωπικά, τουλάχιστον όταν μιλάμε για αληθινή τέχνη.
Προσωπική μου άποψη: η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία διαθέτει υψηλότατο επίπεδο. Αντικειμενικό γεγονός: κάτι τέτοιο δεν τεκμαίρεται διεθνώς, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες τέχνες, όπως π.χ. με θεατρικές παραστάσεις και ταινίες μας που διακρίνονται σε φεστιβάλ. Σε αυτό, βέβαια, ούτε η διεθνής συγκυρία στον χώρο του βιβλίου είναι τυχαία ούτε τα χαμένα χρόνια. Πέραν του γεγονότος ότι οι ξένοι έχουν ασαφή και θολή εικόνα για μας, θεωρούν επίσης ότι δεν τους προσφέρει τίποτα το να εκδώσουν έναν ακόμα καλό συγγραφέα, ο οποίος γράφει όπως ένας Αγγλοσάξονας. Σε μια υπερκορεσμένη παγκόσμια βιβλιαγορά, για να ξεχωρίσεις πρέπει να έχεις κάτι πολύ ιδιαίτερο να πεις. Κι εδώ ερχόμαστε στην ουσία του ερωτήματος. Εχουμε κάτι ιδιαίτερο να πούμε; Πιστεύω πως ναι. Εκείνο που χρειάζεται είναι η θέληση του όποιου φορέα πολιτικής βιβλίου να ενθαρρύνει αυτό το πολύ ιδιαίτερο και να το βοηθήσει να κάνει το άλμα.
Πριν από κάποια χρόνια τα μεταφρασμένα βιβλία αποτελούσαν μόνο το 3% – 4% της βρετανικής βιβλιαγοράς, τώρα όμως με την επιτυχία κυρίως της σκανδιναβικής λογοτεχνίας τα νούμερα έχουν ανέβει. Ο δικός μας Νέσμπο, ο Πέτρος Μάρκαρης είναι απλώς μια όαση. Τα βραβεία βέβαια βοηθούν αρκετά, κυρίως εκείνο της ΕΕ, το οποίο εξασφαλίζει κάποια αναγνώριση (περιπτώσεις των Μάκη Τσίτα και Κάλλιας Παπαδάκη).
Το μείζον θέμα ωστόσο είναι ότι οι ξένοι ενδιαφέρονται για την Ελλάδα όταν η χώρα μας βρίσκεται στην επικαιρότητα και κυρίως για τα βιβλία εκείνα που αποτυπώνουν την ελληνική πραγματικότητα με τρόπο αντιληπτό για εκείνους: είτε με βιβλία-οδηγούς επιβίωσης για την κρίση είτε με βιβλία που ανακυκλώνουν τα πάσης φύσεως παρωχημένα στερεότυπά τους για τη χώρα. Και δυστυχώς όταν μιλάμε για στερεότυπα μιλάμε για τα «εξωτικού τύπου» των πολύ παλαιών εποχών: Ζορμπάς, Κάλλας, Ωνάσης κ.τ.λ. και όχι για βιβλία που θίγουν ουσιαστικότερα σύγχρονα ζητήματα. Η καλή ελληνική λογοτεχνία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορεί να αμπαλαριστεί και να «πουληθεί» αν δεν διαθέτει εξωτικό περιτύλιγμα, σοσιαλιστικό ρεαλισμό της κρίσης, όρους μπεστ σέλερ. Πώς λοιπόν να αναδειχθεί ένας Λάνθιμος της γραφής; (αν και weird Greek fiction δεν φαίνεται στον ορίζοντα…).
Μπορεί λοιπόν ένα τέτοιο κλίμα να αλλάξει; Δύσκολα, γιατί δεν υπάρχει και κάποια «θεματική ομπρέλα» ή κάποιο στοιχείο είτε θεματικό είτε ειδολογικό (π.χ. μαγικός ρεαλισμός) που να ενώνει τους έλληνες συγγραφείς. Συνεπώς ο κατά τα άλλα δημιουργικός πλουραλισμός που διακρίνει την ελληνική λογοτεχνία ενδεχομένως να στρέφεται εναντίον μας.
Το θέμα της μετάφρασης είναι επίσης κομβικό. Μια μικρή «μεγάλη» γλώσσα σαν τη δική μας δεν αντέχει αν δεν υπάρχουν επιδοτήσεις μεταφράσεων. Και για να επανέλθουμε στο πρόγραμμα Φράσις, με μόλις 200.000 ευρώ θα μπορούσαμε να έχουμε 40 βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας μεταφρασμένα ετησίως. Νομίζω πως δεν είναι απαγορευτικό μπάτζετ για κάτι τόσο κρίσιμο όσο η ύπαρξη της λογοτεχνίας μας εκτός συνόρων.
Μεταφραστές δεν λείπουν. Εχουμε εξαιρετικούς, με πείρα και βραβεία. Ωστόσο θέλουν κι εκείνοι κίνητρο και ευκαιρίες. Οπως αναφέρει η μεταφράστρια Κάρεν Εμεριχ, παρότι η παγκοσμιοποιημένη αγορά αναζητά μπεστ σέλερ και όχι ψαγμένη λογοτεχνία, σε μεγαλύτερες βιβλιαγορές όπως η αμερικανική, όπου υπάρχει περισσότερος χώρος για οικονομικό ρίσκο, κάποιοι εμπνευσμένοι εκδότες έχουν αρχίσει και εκδίδουν μεμονωμένα υψηλού επιπέδου ελληνική λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ωστόσο ότι πρόκειται στην πλειονότητά τους για μη κερδοσκοπικούς εκδοτικούς οίκους, που απευθύνονται σε μικρό κοινό.
Δεν υπάρχουν φυσικά μαγικές συνταγές, ειδικά σε περίοδο κρίσης. Ο αλγόριθμος που επιλύει το αδιέξοδο της διεθνούς πορείας της ελληνικής λογοτεχνίας δεν είναι εύκολο να δημιουργηθεί. Οπωσδήποτε χρειάζεται μια «πολιτιστική έφοδος» με νέες ιδέες (smart actions). Κάποιες άμεσες κινήσεις θα μπορούσαν να είναι η ενεργοποίηση της πολιτείας, ειδικά μέσα από πεπειραμένα στελέχη που βρίσκονται στο υπουργείο Πολιτισμού και έχουν περάσει από το ΕΚΕΒΙ, τα οποία και τεχνογνωσία διαθέτουν και συνάφεια με το θέμα. Το ζήτημα είναι να υπάρξει η πολιτική βούληση να δοθούν στους πιο εξειδικευμένους αυτούς ανθρώπους οι δυνατότητες να πετύχουν μια αναστροφή του κλίματος μέσα από νέες «εργαλειοθήκες» σκέψης, από πρωτότυπες και σύγχρονες δράσεις που θα λαμβάνουν υπόψη την ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης.
Μια ακόμη δράση θα μπορούσε να ήταν μια οργανωμένη, μελετημένη «έξοδος» με αιχμή του δόρατος επιλεγμένους έλληνες συγγράφεις, που θα μεταφραστούν και θα παρουσιαστούν στο εξωτερικό μέσω ενός ειδικού προγράμματος διεθνούς προώθησης. Σαφώς και τίθεται θέμα επιλογής και αξιοκρατίας, η οποία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μέσα από μια αξιόπιστη, πολυπρόσωπη και κοινής αποδοχής επιτροπή, η οποία θα αποτελούταν από εκπροσώπους όλων των φορέων που ασχολούνται με το βιβλίο. Το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να επαναλαμβάνεται με διαφορετική σύνθεση επιτροπής και συνεπώς και διαφορετικούς συγγράφεις σε βάθος χρόνου.
Επίσης, υπάρχει ανάγκη για γηγενείς ατζέντηδες. Απορώ γιατί νέοι άνθρωποι που αγαπούν και έχουν σπουδάσει τη λογοτεχνία δεν ασχολούνται με αυτό το εξαιρετικά πρωτότυπο και ενδιαφέρον επάγγελμα, το οποίο όπως είναι φυσικό δεν έχει και ανταγωνισμό. Οι ήδη υπάρχοντες βέβαια θα απαντήσουν: γιατί δεν πουλάει. Και θα έχουν δίκιο. Κι όμως μπορεί να βρεθούν και εκεί νέοι τρόποι.
Σε μια εποχή όπου η λογοτεχνική αφήγηση απλώνεται παντού, σε μια εποχή όπου παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας, ακόμη και το θέατρο καταφεύγει στα σύγχρονα κείμενα της πεζογραφίας, οι σύγχρονοι έλληνες πεζογράφοι αγνοούνται στον διεθνή χώρο. Εδώ και χρόνια περιοριζόμαστε εντός των τειχών. Αυτή η εσωστρέφεια κοστίζει και κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε απομονωτισμό. Μια εσωστρέφεια που πρέπει να καταλυθεί με νέους τρόπους δράσης και προώθησης του παραγωγικού καλλιτεχνικού χώρου που ονομάζεται σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα. Ανοιγμα συνόρων, επικοινωνία, διάλογος, συνέργειες, κίνητρα. Απαιτείται επειγόντως μια επανεκκίνηση. Μήπως η Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018 είναι μια πρώτη ευκαιρία;
Τέλος, μες στο γενικότερο θετικό κλίμα της ανακίνησης του θεσμού των επιχορηγήσεων από το ΥΠΠΟ στο θέατρο, στον χορό, στον κινηματογράφο, δε θα ήταν δίκαιο να προστεθεί και κάποιο κονδύλι για το βιβλίο; Γιατί η πορεία μας στον χρόνο δείχνει ότι η ουσιώδης έκφραση της λογοτεχνίας είναι διαχρονική πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για κάθε μορφή τέχνης.