Ψίχουλα
Η πολιτική σε ψίχουλα είναι πάντως παρούσα στο φόντο του έργου, είτε για να συντρίψει τα όνειρα μικροαστών, μεγαλοαστών (όπως η ηρωίδα) και φελάχων είτε για να στρογγυλέψει συνειδήσεις, να ασκήσει ωμή βία, να διαφθείρει και να διαφθαρεί. Απαρχή της κριτικής το μονοκομματικό νασερικό καθεστώς με τις δονκιχωτικές του απόπειρες να συνενώσει τον αραβικό κόσμο, την εκδίωξη των ξένων υπηκόων, την εθνικοποίηση της γεωργικής γης και της Διώρυγας του Σουέζ το 1956, την επανεπιβεβαίωση της εξουσίας του ηγέτη με ποσοστά της τάξεως του 99% και κυρίως με την ατιμωτική ήττα από τα ισραηλινά στρατεύματα το 1967 κατά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών. Η συγγραφέας υπαινίσσεται ότι αδυνατεί να κατανοήσει το πώς παρέμεινε τόσο δημοφιλής ο Νάσερ ανάμεσα στους Αραβες όλων των χωρών της περιοχής – ένα είδος υπερεθνικού ήρωα αντίστοιχου βεληνεκούς με την τραγουδίστρια Ουμ Καλσούμ. Αντίθετα, η συμπάθειά της μάλλον κλείνει προς τον μετριοπαθέστερο Ανουάρ Σαντάτ που αναστύλωσε μέρος του γοήτρου της χώρας με τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, υπέγραψε τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ συνάπτοντας ειρήνη με το Ισραήλ και αποσοβιετοποίησε την οικονομία. Ο Σαντάτ δολοφονήθηκε, ως γνωστόν, από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους λίγο αργότερα, για να τον διαδεχθεί ο Χόσνι Μουμπάρακ που θα αποδεικνυόταν ο μακροβιότερος των ηγετών της σύγχρονης Αιγύπτου, χωρίς πάντως να προκάνει να παραδώσει την εξουσία στον γιο του.
Σε ό,τι αφορά την καθαυτό αφήγηση, έχουμε εδώ μια ιστορία ωρίμασης, παρακολουθώντας την ηρωίδα ως παιδί, αργότερα φοιτήτρια και τέλος ενήλικη γυναίκα. Με κοφτές συνειρμικές φράσεις αποδίδονται η βαρεμάρα και η μοναξιά της μικρής στο καλοκαιρινό Κάιρο, με τον Νείλο να ρέει κάπου στο βάθος, τον μπαμπά να εξαφανίζεται μυστηριωδώς μάλλον για πολιτικούς λόγους (κάτι που ουδέποτε διευκρινίζεται επαρκώς), γιαγιάδες, θείες, οδηγούς και θυρωρούς να παρελαύνουν σε μικρά επεισόδια – σκηνές από την καθημερινότητα μιας έντονα διαστρωματωμένης πόλης. Η σχετική ευμάρεια της ζωής που περιγράφεται εδώ (ιδιωτικό αγγλόφωνο σχολείο, υπηρετικό προσωπικό, μονοκατοικία, τηλεόραση και ηλεκτρικές συσκευές) λίγο μόνο διαταράσσεται από τη βία της αστυνομίας, τη ριζοσπαστικοποίηση του άντρα της καθαρίστριας ή την παρουσία ενός επαίτη. Χρονικές αναδρομές προσφέρονται κάθε τόσο για να φωτιστεί ένα συμβάν του βίου ή να φανεί ξεκάθαρα η τραυματική έλλειψη του πατέρα από το σπίτι.
Σινεμά βεριτέ
Αργότερα η αφηγήτριά μας έχει φυσικά ενηλικιωθεί και σπουδάζει καλές τέχνες και κινηματογράφο. Επηρεασμένη από το «σινεμά βεριτέ», θέλει να κάνει ντοκιμαντέρ για τη σύγχρονη Αίγυπτο και μπαίνει έτσι σταδιακά σε έναν άλλο κόσμο, λιγότερο προστατευμένο και περισσότερο ωμό: Χαφιέδες, αστυνομικοί, φτώχεια, φυλακίσεις, και ταυτόχρονος εκμοντερνισμός της χώρας περιγράφονται με υπαινικτικές πινελιές, παράλληλα με τα αιτήματα χειραφέτησης μιας νεολαίας που αναγκαστικά συγχέει το προσωπικό με το πολιτικό. Η πρωταγωνίστρια αναθυμάται παλιότερες ευτυχισμένες στιγμές, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τις εγκάρσιες αντιφάσεις της ταυτότητάς της ως γυναίκας, μουσουλμάνας, μεσοαστής, μορφωμένης, επαγγελματία. Δεν αποδεικνύεται εύκολο, κυρίως γιατί δεν τολμά να θίξει τουλάχιστον δύο καθοριστικά στοιχεία της δόμησης της προσωπικότητάς της: το ερωτικό (παντελής απουσία της έννοιας του έρωτα από το βιβλίο, ούτε καν σε αναφορά με τρίτα πρόσωπα, σε μια αναίτια επίδειξη συντηρητισμού / καθωσπρεπισμού) και το ταξικό (έλλειψη εμβάθυνσης στην επιβίωση κληροδοτημένων ακραίων ανισοτήτων στις πρώην τριτοκοσμικές και νυν μετα-αποικιακές κοινωνίες). Ακόμη και το στοιχείο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, παρά τις αναφορές στις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λούξορ και αλλού, όπου δολοφονήθηκαν εκατοντάδες τουρίστες, Κόπτες και άλλοι μη μουσουλμάνοι, δεν φιλοδοξεί να ανατμήσει σε βάθος τη σχέση του Ισλάμ με τις άρχουσες τάξεις και τα λαϊκά στρώματα.
Δράματα χωρών και δράματα ανθρώπων
Ολα παίρνουν μια στροφή σχεδόν χιουμοριστική
Το ουσιαστικό είναι ότι το βιβλίο φτάνει ώς τα σημερινά μεταμοντέρνα πάθη της παγκοσμιοποίησης, της εποχής του Ιντερνετ και της ανόδου των μεσαίων μορφωμένων στρωμάτων παράλληλα με την επανάκαμψη της μπούρκας ως στοιχείου εθνοτικής / πολιτισμικής ταυτότητας, της δραματικής ανόδου της ανεργίας των νέων και της θεαματικής πληθυσμιακής αύξησης που συνετέλεσαν τα μέγιστα σε όσα ζήσαμε κατά την Αραβική Ανοιξη αλλά και σε όσα ζούμε ευρύτερα αυτές τις μέρες ανά τον κόσμο. Ο τρόπος που προσεγγίζονται ακροθιγώς και συνειρμικά τα ζητήματα ταυτότητας σε μια ραγδαία διεθνοποιούμενη κοινωνία εξασφάλισε στο βιβλίο μια καλή υποδοχή στις ΗΠΑ, όπου η συγγραφέας αρθρογραφεί σε καλά έντυπα αξιοποιώντας την καλή της εμπειρική και θεωρητική γνώση για τις αραβικές κοινωνίες. Σημειωτέον πάντως ότι ο μπαμπάς επανεμφανίζεται αργότερα στο βιβλίο ηττημένος μεν αλλά μια χαρά στην υγεία του για να πάρει τη θέση του στην παραδοσιακή του λέσχη, και η ώριμη πλέον μαμά δραστηριοποιείται μέσω Διαδικτύου σε φιλανθρωπικό έργο και δραστηριότητες τύπου ΜΚΟ. Τα πάντα παίρνουν μια στροφή σχεδόν χιουμοριστική –άσχετα από την πολιτικώς ορθή βούληση της συγγραφέως. Ισως γιατί τα δράματα των χωρών, παρά τις συχνά διακινούμενες μεγαλοστομίες, δεν έχουν πάντα σχέση με τα δράματα των ανθρώπων.
Yasmine El Rashidi
Χρονικό ενός τελευταίου καλοκαιριού
Μτφ. Μαρία Αγγελίδου
Εκδ. Κριτική 2017,
σελ. 179
Τιμή: 14 ευρώ