Για δεκαετίες βρισκόταν σε περίοπτη θέση στην πτέρυγα με τις ελληνορωμαϊκές αρχαιότητες στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης (Metropolitan Museum of Art –Met). Ενας κωδωνόσχημος κρατήρας –ένα αγγείο δηλαδή για την ανάμειξη οίνου και νερού –ηλικίας 2.300 ετών, ο οποίος κοσμούνταν με παράσταση του θεού της αμπέλου Διονύσου πάνω σε μια χειράμαξα που σέρνει ένας Σάτυρος.

Σήμερα το σπουδαίο δείγμα αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας του 360 π.Χ. –έργο που αποδίδεται στον αγγειογράφο Πύθωνα, ο οποίος μαζί με τον δάσκαλο του Ασστέα ήταν οι μοναδικοί της εποχής τους από την Κάτω Ιταλία που υπέγραφαν τις δημιουργίες τους –δεν βρίσκεται πλέον στην προθήκη του. Ούτε καν στην ιστοσελίδα του Met, αλλά στο γραφείο του εισαγγελέα του Μανχάταν, καθώς κατασχέθηκε σχεδόν εν κρυπτώ την περασμένη εβδομάδα από τις αρχές βάσει στοιχείων που αποδεικνύουν ότι αποτελεί προϊόν αρχαιοκαπηλίας από την Ιταλία τη δεκαετία του 1970.

Οι ανακριτές αποφάσισαν να εκδώσουν ένταλμα κατάσχεσης του κρατήρα στις 24 Ιουλίου αφού εξέτασαν φωτογραφίες κι άλλο αποδεικτικό υλικό το οποίο τους εστάλη τον Μάιο από τον έλληνα αρχαιολόγο και ειδικό σε θέματα αρχαιοκαπηλίας, συνεργάτη του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ Χρήστο Τσιρογιάννη. Το μουσείο παρέδωσε την επομένη το αγγείο στις εισαγγελικές Αρχές και όλα δείχνουν ότι τελικός προορισμός του θα είναι η πατρίδα του, η Ιταλία. «Το μουσείο εργάστηκε επιμελώς για να διασφαλίσει μια δίκαιη επίλυση του ζητήματος», υποστηρίζει ο εκπρόσωπος του μουσείου Κένεθ Βέιν.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΛΗΓΜΑ; Αν ολοκληρωθεί η διαδικασία θα είναι το δεύτερο πλήγμα που δέχεται το Met και πάλι από την Ιταλία, καθώς το 2008 αναγκάστηκε να επιστρέψει ένα από τα γνωστότερα εκθέματά του, τον κρατήρα του Ευφρονίου, όταν ύστερα από μακρά διαμάχη αποδείχθηκε ότι το αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας που χωρούσε 45 λίτρα κρασιού και το οποίο είχε αγοράσει το μουσείο προς ένα εκατ. δολάρια το 1972 –τιμή ρεκόρ για την εποχή –ήταν προϊόν λαθρανασκαφής.

Τώρα οι υπεύθυνοι του μουσείου όσο και οι Αρχές εκτιμούν ότι συνδετικός κρίκος των δύο υποθέσεων είναι ο Τζιάκομο Μέντιτσι, ο 79χρονος ιταλός έμπορος αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, ο οποίος συνελήφθη το 1997 και καταδικάστηκε για παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων. Κι αυτό επειδή φερόταν να διατηρεί επαφές με τον Ρόμπερτ Χεκτ, τον αμερικανό έμπορο που είχε προμηθεύσει στο μουσείο τον κρατήρα του Ευφρονίου. Ο Μέντιτσι ωστόσο αρνείται ότι έχει ρόλο με την πρόσφατη υπόθεση, δεδομένου ότι το αγγείο αγοράστηκε από το μουσείο σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s το 1989 προς 90.000 δολάρια. Δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν θυμάται να πέρασε από τα χέρια του το συγκεκριμένο αγγείο και φαίνεται πως θεωρεί ότι έχει κλείσει τους λογαριασμούς του με τη Δικαιοσύνη. Αλλωστε μόλις πέρυσι αφέθηκε ελεύθερος έπειτα από τέσσερα χρόνια κατ’ οίκον περιορισμού εκτίνοντας την ποινή του κατά το ήμισυ λόγω καλής διαγωγής και διετούς αμνηστίας και ύστερα από μακρόχρονη δικαστική περιπέτεια.

Από την πλευρά του ο οίκος δημοπρασιών νίπτει τα χείρας του, υποστηρίζοντας ότι όταν διέθεσε προς πώληση τον κρατήρα δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή του πρόβλημα σχετικά με την προέλευσή του, αρνούμενος ωστόσο να αποκαλύψει τον προμηθευτή επικαλούμενος την προστασία προσωπικών δεδομένων.

ΤΡΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ. Κλειδί ωστόσο για να έρθει στο φως η αλήθεια ήταν τρεις ολόιδιες φωτογραφίες: η μία απεικονίζει το αγγείο με χώμα ακόμη επάνω στην επιφάνεια του, η δεύτερη προέρχεται από τον κατάλογο του οίκου δημοπρασιών και η τρίτη από την ιστοσελίδα του μουσείου. Πρόκειται

για πολαρόιντ που είχαν τραβηχτεί από το 1972 έως το 1995 και οι οποίες είχαν κατασχεθεί από το σχολαστικό αρχείο που διατηρούσε στις αποθήκες του στη Γενεύη ο Μέντιτσι. Εκεί όπου εκτός από 3.800 αρχαιότητες βρέθηκαν και κάπου 4.000 φωτογραφίες αντικειμένων που είχε διακινήσει.

Ηταν κι εκείνες που κίνησαν τις υποψίες του έλληνα αρχαιολόγου ο οποίος διατύπωσε τον προβληματισμό του πριν από τρία χρόνια σε δημοσίευσή του στην επιθεώρηση «Τhe Journal of Art Crime», στέλνοντας ταυτοχρόνως τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του στο Met.

Το αμερικανικό μουσείο ωστόσο –σύμφωνα με όσα λέει ο Χρήστος Τσιρογιάννης στους «New York Times» –δεν επικοινώνησε μαζί του. Το θέμα έμοιαζε να έχει καταχωνιαστεί στα συρτάρια των αρμοδίων κι έτσι απευθύνθηκε σε κάποιον επίσης έμπειρο σε θέματα αρχαιοκαπηλίας. Τον επίσης ελληνικής καταγωγής Μάθιου Μπογδάνος, ο οποίος είχε ηγήθηκε έρευνας που αφορούσε τη λεηλασία του Εθνικού Μουσείου του Ιράκ και τιμήθηκε για την προσφορά του.

Η αμερικανική αστυνομία με το που είδε το αποδεικτικό υλικό έκανε λόγο για «μεγάλο λαβράκι», δεδομένου ότι επρόκειτο για σπάνιο αντικείμενο. Τα στοιχεία δείχνουν πως ο πήλινος κρατήρας είχε κλαπεί από νεκροταφείο της Κάτω Ιταλίας και συγκεκριμένα από την περιοχή της Ποσειδωνίας, αποικίας που ίδρυσαν οι Συβαρίτες τον 7ο π.Χ. αιώνα.

Το Met ωστόσο αμφισβητεί ότι αγνόησε τον έλληνα αρχαιολόγο. Υποστηρίζει ότι είχε εντοπίσει τη δημοσίευση κι ότι είχε προβληματιστεί σχετικά με την επανεμφάνιση του Τζάκομο Μέντιτσι. Ηρθε ανεπίσημα σε επαφή με τις ιταλικές Αρχές και, όταν δεν υπήρξε ανταπόκριση, προχώρησε σε επίσημο αίτημα προς το ιταλικό υπουργείο Πολιτισμού ζητώντας την επίλυση του ζητήματος. Κι ενώ περίμενε την σχετική καθοδήγηση από τους Ιταλούς, εμφανίστηκαν οι εισαγγελείς του Μανχάταν που κατέσχεσαν το αγγείο.