Aπρίλιος 1887. Μια άμαξα περνά από το Κε Βολτέρ (μια αποβάθρα μπροστά στον Σηκουάνα) στο Παρίσι. Ο επιβάτης της Γουστάβ Σενελιέ, ειδικευμένος σχεδιαστής που εικονογραφούσε καταλόγους για τις βιομηχανίες χημικών και παθιασμένος με τη χημεία, βλέπει ένα ενοικιαστήριο σε ένα κατάστημα με είδη ζωγραφικής. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος για να αποφασίσει να γίνει ο νέος ιδιοκτήτης αγοράζοντας παράλληλα όλο το στοκ. Από επιχειρηματικής πλευράς η κίνηση ήταν έξυπνη αν ληφθεί υπόψη η άνθηση που γνώριζαν τα καταστήματα του είδους στο Παρίσι της εποχής. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το 1817 υπήρχαν 79, το 1830 ο αριθμός τους είχε ανέλθει στα 270 και δυο χρόνια πριν τη συγκεκριμένη επένδυση του Σενελιέ είχαν φτάσει τα 600. Δεν μπορούσε ωστόσο τότε να φανταστεί τη συνέχεια.

Στην αρχή πουλούσε έτοιμα χρώματα εκμεταλλευόμενος την επανάσταση στον χώρο το 1841 όταν ο αμερικανός καλλιτέχνης Τζον Ραντ ανακάλυψε το μεταλλικό σωληνάριο για αποθήκευση και μεταφορά χρωμάτων που αντικατέστησε την κύστη χοίρων την οποία χρησιμοποιούσαν ώς τότε. Η νέα τεχνολογία απελευθέρωσε τους ζωγράφους, που μπορούσαν πλέον να μεταφέρουν τα υλικά τους με ευκολία σε οποιοδήποτε σημείο ενώ το τοπίο άλλαζε παράλληλα και με την εισαγωγή των άγνωστων μέχρι τότε συνθετικών χρωμάτων.

Γρήγορα το μαγαζάκι στο Κε Βολτέρ μετατράπηκε σε στέκι για τους ζωγράφους που δεν αγόραζαν απλώς χρώματα, αλλά αντιμετώπιζαν τον ιδιοκτήτη του ως σύμβουλο. Εκείνος για να ικανοποιήσει τη ζήτηση και το πάθος του για τη χημεία άρχισε να παράγει δική του γκάμα χρωμάτων δημιουργώντας ένα εργαστήριο με δυο μύλους για να αλέθονται και να αναμειγνύονται τα χρώματα. Οι δυνατότητες παραγωγής έφταναν τα 1.200 σωληνάρια ημερησίως και ορισμένα εξ αυτών όπως το «κινέζικο πορτοκαλί» τα διέθετε κατ’ αποκλειστικότητα.

ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ. Αναπόφευκτο ήταν, λοιπόν, πελάτες του καταστήματος να γίνει η αφρόκρεμα των γάλλων ζωγράφων. Και μπροστά στους πάγκους περιμένοντας να αγοράσουν προμήθειες μπορούσε να συναντήσει κάποιος από τον Πιερ Μπονάρ ώς τον Πολ Γκογκέν.

Ωστόσο οι διάσημοι πελάτες δεν ήταν πάντα και οι ευκολότεροι. Ο Εντγκάρ Ντεγκά μια μέρα ζήτησε μαλακά παστέλ σε αποχρώσεις του καφέ. Ο Σενελιέ κλείστηκε στο εργαστήριό του και λίγο καιρό αργότερα παρουσίασε στον εκ των θεμελιωτών του ιμπρεσιονισμού 700 αποχρώσεις, εκείνος αγόρασε 30 και τις ενέταξε στα έργα του.

Ικανοί να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις ωστόσο αποδείχθηκαν και οι απόγονοι του Σενελιέ. Ηταν 1948 όταν ο εγγονός του Ανρί δέχθηκε μια ιδιαίτερη παραγγελία από έναν ζωγράφο που διατηρούσε το ατελιέ του πολύ κοντά στο κατάστημα χρωμάτων, τον Πάμπλο Πικάσο. Τακτικός πελάτης αγόραζε κυρίως μπλοκ και σημειωματάρια όταν ζήτησε ένα υλικό ζωγραφικής που θα μπορούσε να χρησιμοποιεί σε οποιαδήποτε επιφάνεια χωρίς να απαιτείται ειδική επίστρωση.

Ο Ανρί χρειάστηκε έναν χρόνο για να δημιουργήσει το λαδοπαστέλ: ράβδοι από χρωστικές που στη σύνθεσή τους περιείχαν κερί και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για χοντρές και πυκνές πινελιές. Ο Πικάσο ικανοποιημένος αγόρασε 40 κομμάτια από καθένα από τα 48 χρώματα. Τα υπόλοιπα ο Ανρί τα έβαλε στο ράφι σκεπτόμενος αν θα τα αγόραζε κάποιος. Τα ξεπούλησε όμως σε ελάχιστο χρόνο και διατίθενται ώς σήμερα στο κατάστημα.

Αν και πλέον η επιχείρηση έχει αναδειχθεί σε παγκόσμια φίρμα, το αρχικό κατάστημα παραμένει εν λειτουργία από την τέταρτη γενιά της οικογένειας. Στο πελατολόγιο μπορεί να βρει κάποιος ονόματα όπως του Ντέιβιντ Χόκνεϊ αλλά και πολλών άγνωστων καλλιτεχνών. «Αύριο όμως μπορεί να αποδειχθούν οι Σεζάν του 21ου αιώνα» σημειώνουν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης.