Από χθες, 2 Αυγούστου 2017, ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει με δανεικά. Οχι δανεικά χρήματα, αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία: με δανεικούς (και αγύριστους) φυσικούς πόρους από τις επόμενες γενιές. Μέσα σε μόλις επτά μήνες οι κάτοικοι της Γης κατανάλωσαν όλους τους φυσικούς πόρους που μπορεί να παραγάγει αυτός ο πλανήτης μέσα σε μία χρονιά. Για να συνεχίσουμε να τρώμε, να πίνουμε, να θερμαινόμαστε και να μετακινούμαστε μέχρι το τέλος του 2017, αρχίσαμε ήδη από χθες να υπερεκμεταλλευόμαστε τα οικοσυστήματα και άρα να θέτουμε σε κίνδυνο την ικανότητα αναγέννησής τους.

Αυτή η Ημέρα Υπέρβασης των Πόρων της Γης (Earth Overshoot Day) υπολογίζεται κάθε χρόνο από το Global Footprint Network, ένα διεθνές ινστιτούτο ερευνών με έδρα στο Οκλαντ της Καλιφόρνιας. Αξιοποιώντας περισσότερα από 15.000 δεδομένα του ΟΗΕ, οι ερευνητές συγκρίνουν το οικολογικό αποτύπωμα του ανθρώπου, που αποτιμά την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Γης, με τη βιοϊκανότητα του πλανήτη, την ικανότητά του δηλαδή να αποκαθιστά τα αποθέματά του και να απορροφά τα αέρια του θερμοκηπίου. Το 1961, η Γη ήταν ακόμη πλεονασματική: ένα τέταρτο των φυσικών της πόρων παρέμενε στο τέλος του έτους ανεκμετάλλευτο. Εγινε ελλειμματική στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Εκτοτε, η ημέρα της υπέρβασης των πόρων της έφτανε κάθε χρόνο και νωρίτερα. Στις 5 Νοεμβρίου το 1985. Την 1η Οκτωβρίου το 1998. Στις 20 Αυγούστου το 2009. Από τις αρχές της δεκαετίας, ο ρυθμός της επιτάχυνσης μειώθηκε. Το 2014, η ημέρα της υπέρβασης ήταν η 19η Αυγούστου, το 2015 η 13η Αυγούστου, πέρυσι η 8η Αυγούστου. Και έτσι ακόμα, ωστόσο, η κατανάλωση του παγκόσμιου πληθυσμού ξεπερνά κατά 70% τους διαθέσιμους πόρους. Με άλλα λόγια, χρειάζεται 1,7 πλανήτης για να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων.

ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ. Ζούμε με δανεικά, αν όχι παρασιτικά, εις βάρος των επόμενων γενεών, γιατί κόβουμε τα δένδρα με ρυθμό μεγαλύτερο από εκείνο της ανάπτυξής τους, ψαρεύουμε στις θάλασσες περισσότερα ψάρια από όσα γεννιούνται κάθε χρόνο, εκπέμπουμε στην ατμόσφαιρα περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από αυτό που μπορούν να απορροφήσουν τα δάση και οι ωκεανοί. Οι συνέπειες αυτής της υπερκατανάλωσης είναι ήδη αισθητές: αποψίλωση, μείωση της βιοποικιλότητας, διάβρωση των εδαφών, συσσώρευση αποβλήτων, αύξηση της συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Και με αυτό τον ρυθμό, λόγω της παγκόσμιας δημογραφικής αύξησης και του ολοένα και πιο λαίμαργου ενεργειακά τρόπου ζωής, το 2030 θα χρειαζόμαστε δύο πλανήτες για να καλύψουμε τις ανάγκες μας.

Οπως επισημαίνει πάντως η γαλλική «Μοντ», δεν ευθύνονται όλοι οι άνθρωποι το ίδιο για αυτό. Με τον αυστραλιανό ή τον αμερικανικό τρόπο ζωής, θα χρειάζονταν περισσότεροι από πέντε πλανήτες για να ζήσουμε. Με τον γαλλικό ή βρετανικό τρόπο ζωής θα χρειάζονταν τρεις, με τον κινεζικό δύο, με τον ινδικό θα είχαμε ακόμα πλεόνασμα, 40% των φυσικών πόρων θα παρέμεναν ανεκμετάλλευτοι. Σε συνάρτηση με τους εθνικούς φυσικούς πόρους, η Ιαπωνία θα χρειαζόταν επτά φορές τη χώρα της για να καλύψει τη σημερινή της κατανάλωση, η Ιταλία 4,3 Ιταλίες, η Γαλλία 1,7 Γαλλίες. Συνολικά, το οικολογικό αποτύπωμα των ανεπτυγμένων χωρών είναι πέντε φορές μεγαλύτερο από εκείνο των φτωχών χωρών.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ; «Ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος αλλά οι ανθρώπινες δυνατότητες όχι. Το να ζούμε με τα μέσα που μας παρέχει ο πλανήτης μας είναι τεχνολογικά εφικτό, οικονομικά ωφέλιμο και η μοναδική μας ελπίδα για ευημερία στο μέλλον» προειδοποιεί ο Μάτις Βακερνέιτζελ, ο πρόεδρος του Global Footprint Network. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, αν καταφέρουμε να καθυστερούμε κάθε χρόνο την ημέρα υπέρβασης των πόρων της Γης κατά 4,5 ημέρες, μέχρι το 2030 οι ισορροπίες θα έχουν αποκατασταθεί και η ανθρωπότητα θα καταναλώνει τους πόρους ενός και μόνο πλανήτη.

Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Κατ’ αρχάς, περιορίζοντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που συγκροτούν από μόνες τους το 60% του παγκόσμιου οικολογικού αποτυπώματος. Για να καταφέρουμε να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2º C –ο στόχος τον οποίο θέτει η συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή -, «η ανθρωπότητα θα πρέπει να εγκαταλείψει τα ορυκτά καύσιμα πριν από το 2050», στρεφόμενη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υπενθυμίζει ο Βακερνέιτζελ. Παράλληλα, όμως, πρέπει να περιορίσει το διατροφικό αποτύπωμα. «Για αυτό, είναι απαραίτητο να σταματήσουμε την αποψίλωση, να μειώσουμε την κατανάλωση ζωικών προϊόντων, να ελέγξουμε τη σπατάλη τροφίμων και να προτιμήσουμε περισσότερο βιώσιμους τρόπους παραγωγής όπως η βιολογική καλλιέργεια, η αγροοικολογία και η αεικαλλιέργεια (permaculture)» επισημαίνει ο Αρνό Γκοφιέ, υπεύθυνος γεωργίας και διατροφής στο Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF).

Υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις. Το κατά κεφαλήν οικολογικό αποτύπωμα στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μειώθηκε κατά σχεδόν 20% ανάμεσα στο 2005 (όταν έφτασε στο υψηλότερο επίπεδό του) και το 2013 (τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία), χάρη στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα –και αυτό παρά την οικονομική ανάκαμψη. Και η Κίνα, η χώρα με το βαρύτερο εθνικό οικολογικό αποτύπωμα, αναπτύσσει μαζικά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ η εσωτερική κατανάλωση άνθρακα βαίνει μειούμενη, παρά την κατασκευή νέων σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα.

ΜΑΥΡΟΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ. Υπάρχουν και δυσοίωνες ενδείξεις. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, για παράδειγμα –ήδη ο αμερικανός πρόεδρος έχει γνωστοποιήσει την απόφασή του να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή παρότι πρόσφατα από τη γαλλική πρωτεύουσα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο «κάτι να γίνει» με αυτό το θέμα. Ακόμα όμως και αν «γίνει κάτι», κατά το τραμπικό ιδίωμα, αμερικανοί ερευνητές προειδοποίησαν προ ημερών μέσω της επιθεώρησης «Nature Climate Change» ότι οι πιθανότητες να περιοριστεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους 2° C έως τα τέλη του αιώνα είναι μόνο 5%, ενώ οι πιθανότητες να περιοριστεί σε 1,5° C μόνο 1%. Και δεν βάσισαν τις εκτιμήσεις τους στο χειρότερο δυνατό σενάριο: στην πραγματικότητα, συνυπολόγισαν τις προσπάθειες περιορισμού της χρήσης ορυκτών καυσίμων –αν και όχι το ενδεχόμενο μιας μαζικής και ξαφνικής μεταστροφής υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.