«Τηλεφωνούσε αργά το βράδυ από κάπου στον δρόμο, μια πόλη-φάντασμα στο Τέξας, από κάποια στάση στο Πίτσμπουργκ ή από τη Σάντα Φε, όπου είχε παρκάρει στην έρημο και άκουγε τα κογιότ να ουρλιάζουν. Αλλά πιο συχνά τηλεφωνούσε από το σπίτι του στο Κεντάκι, μια κρύα, ήσυχη νύχτα, που μπορούσε κανείς να ακούσει τα άστρα να αναπνέουν». Με αυτά τα λόγια αρχίζει η Πάτι Σμιθ την επιστολή αποχαιρετισμού στον καλό της φίλο Σαμ Σέπαρντ, που έστειλε μετά τον θάνατό του στο περιοδικό «New Yorker». Στη διπλανή φωτογραφία, τους βλέπουμε το 1971 στο ξενοδοχείο Τσέλσι του Μανχάταν. Στον αμερικανό συγγραφέα και ηθοποιό, που έφυγε από τη ζωή στα 74 χρόνια του, άρεσε να βρίσκεται συνεχώς στον δρόμο. «Εβαζε στο φορτηγάκι του μόνο μια κιθάρα, τον σκύλο του, ένα τετράδιο και σίγουρα πολλά βιβλία. (…) Λάτρευε τον Μπέκετ. Είχε μερικά χειρόγραφά του κορνιζαρισμένα στην κουζίνα, δίπλα στις φωτογραφίες των παιδιών του. (…) Είχε ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη τατουάζ ένα μισοφέγγαρο. Ανάμνηση από τα νιάτα μας. Εγώ είχα έναν κεραυνό στο αριστερό γόνατο. (…) Πριν από πολύ καιρό, μου έστειλε ένα γράμμα περιγράφοντας ένα όνειρό του που ήλπιζε να μην τελειώσει ποτέ. Ονειρευόταν άλογα. (…) Πήγα στα γαλλικά σύνορα με μια ημισέληνο να ανεβαίνει στον μαύρο ουρανό. Είπα “αντίο” στον φίλο μου, καλώντας τον μέσα στη νύχτα».