Στην απόφαση του υπουργείου Παιδείας να ορίζονται με κλήρωση οι σημαιοφόροι της τελευταίας τάξης του Δημοτικού Σχολείου μπορεί να διακρίνει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στην ιδεοληψία και την ιδεολογία, ανάμεσα στην εμμονή και την καθαρή και έντιμη στάση. Γιατί μια πραγματικά αριστερή κυβέρνηση, πιστή στις αξίες της, δεν θα επέλεγε να κάνει σημαιοφόρους τους πιο τυχερούς αντί των αρίστων. Αντίθετα, θα καταργούσε τις στρατιωτικού τύπου μαθητικές παρελάσεις, αυτό το κατάλοιπο της μεταξικής δικτατορίας.
Θα ήταν λάθος να αναζητηθούν οι λόγοι αυτής της επιλογής μόνο στο γεγονός ότι η κυβερνώσα Αριστερά είναι δέσμια του ακροδεξιού εταίρου της. Θα πρέπει να αναζητηθούν και στη δειλία της να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος του υπερσυντηρητισμού από το οποίο εξάλλου άντλησε πελατεία με όχημα τις εθνικολαϊκιστικές κορόνες στις οποίες επιδιδόταν κατά κόρον την εποχή της αντιμνημονιακής της ζέσης. Αλλά θα πρέπει να αναζητηθούν και στη στρατηγική της απόφαση να μη συγκρουστεί ποτέ και σε τίποτε με την Εκκλησία, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έβαλε στο ράφι άλλο ένα πάγιο αριστερό αίτημα, την κατάργηση της πρωινής προσευχής στα σχολεία.
Η κυβέρνηση ύψωσε για ακόμη μια φορά σημαία ευκαιρίας μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει μία εμμονή της που φαίνεται να είναι και η μοναδική της αξία. Και αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη του ισοπεδωτισμού, από έναν εξισωτισμό προς τα κάτω. Ολο και πιο κάτω.