Ο Κώστας Γαβρόγλου έχει δίκιο, η σημαία δεν πρέπει να γίνεται βαθμολογικό έπαθλο. Εχει δίκιο ακόμη και όταν το υπερασπίζεται πατερναλιστικά, σαν αφανής προστάτης της αγίας ελληνικής οικογένειας. «Δεν είναι δυνατόν», είπε στη δήλωσή του, «ένας μικρός αλλά υπαρκτός αριθμός οικογενειών να διαγκωνίζονται μεταξύ τους και να πιέζουν τους εκπαιδευτικούς να δώσουν βαθμούς για να γίνει το παιδί τους σημαιοφόρος».
Ο υπουργός δεν προστατεύει μόνο τα παιδιά από περιττούς «ανταγωνισμούς και διενέξεις», όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση του υπουργείου του. Φροντίζει και τους δυστυχείς γονείς που προβάλλουν τις ματαιωμένες τους φιλοδοξίες πάνω στα ακόμη πιο δυστυχή παιδιά τους. Εκείνοι δεν γνώρισαν την ευτυχία επειδή ως μαθητές δεν κατάφεραν να κρατήσουν τη σημαία στην παρέλαση. Και τώρα, ως γονείς, τσακώνονται μεταξύ τους για έναν βαθμό παραπάνω.
Με αυτό το φροϊδικό πασάλειμμα ο πατερούλης υπουργός έβαλε την πολυπόθητη τάξη: αφού τα παιδιά μαλώνουν μεταξύ τους και οι γονείς για τα παιδιά τους, τη σημαία θα την κρατάει όποιον ορίζει η τύχη. Και για να διαλυθεί και το τελευταίο ίχνος υποψίας, μιας φρικτής υποψίας που μπορεί να δηλητηριάσει ξανά τις παιδικές ψυχές και να μαυρίσει εκείνες των γονέων, η κλήρωση θα γίνεται δημόσια με τον διευθυντή του σχολείου στον ρόλο εκείνης της κυρίας που ανοίγει τα μπαλάκια στην τηλεόραση για την κλήρωση του ΟΠΑΠ.
Είναι τα παιδιά μπαλάκια; Σκέφτηκε άραγε ο Κώστας Γαβρόγλου την εξοικείωση των ευαίσθητων ψυχών με τη διαδικασία της λοταρίας, τον απασχόλησε αυτό το παράθυρο που ανοίγει στον τζόγο; Αλλά ο υπουργός δεν είναι παιδοψυχίατρος. Είναι πολιτικός. Και το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ως πολιτικός είναι άλλο: Γιατί τα παιδιά πρέπει να σηκώνουν τη σημαία στα 12 τους χρόνια ντυμένα στα εθνικά χρώματα και βαδίζοντας στρατιωτικά; Γιατί διατηρεί τον μεταξικό αναχρονισμό της μαθητικής παρέλασης;
Ισως να μην έχει και τόση σημασία η απάντησή του. Στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την απόφασή του να επιλέγονται οι σημαιοφόροι με τη διαδικασία της κλήρωσης, ο υπουργός τσαλαβουτάει στα θολά νερά του μιλιταριστικού λόγου. «Ολοι έχουν δικαίωμα να κρατούν τη σημαία, όπως και υποχρέωση να την υπερασπίζονται» λέει. «Στρατό δεν πάνε μόνο οι άριστοι μαθητές, πάνε όλοι ανεξάρτητα από τις επιδόσεις τους».
Δεν είναι μόνο ένας εθνεγερτικός λόγος. Είναι ο εθνεγερτικός λόγος ενός εκπεσόντος αριστερού. Ενός εκπίπτοντος εκείνου του αξιακού συστήματος που δεν φαντάζεται τα παιδιά ως γαλανόλευκη μάζα στο σχολείο να προσεύχεται κάθε μέρα στις 8 το πρωί κι έπειτα σαν ένα δάσος από στολές παραλλαγής. Αλλά σαν ελεύθερα πνεύματα. Αλλά και πάλι πατερούλης είναι. Και μπορεί να μη θέλει ακριβώς αυτό: ελεύθερους ανθρώπους.