Το καλοκαίρι, καθώς η ζωή επιβραδύνεται, μπορεί κανείς να προβληματιστεί για θεμελιώδη ζητήματα. Ενας από τους γρίφους που απασχολούν το μυαλό μου είναι η αποσύνδεση των δυσλειτουργιών της πολιτικής από τις σχετικά δυνατές επιδόσεις της οικονομίας και της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Σήμερα, οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου παρουσιάζουν σταθερή ανάκαμψη. Παράλληλα, η πολιτική κατάσταση φαίνεται να επιδεινώνεται. Η πόλωση έχει ενταθεί, εξαιτίας εν μέρει της αυξανόμενης αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση και των μη ισορροπημένων προτύπων ανάπτυξης που προέκυψαν από αυτήν. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Τραμπ δεν προσφέρει καμία από τις αναμενόμενες αλλαγές οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη και να ενισχύσουν την ποιότητα της απασχόλησης.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το δημοψήφισμα για την έξοδο από την ΕΕ εξέπληξε πολλούς και οι ανησυχίες εντάθηκαν όταν η Τερίζα Μέι δεσμεύτηκε να εξασφαλίσει ένα σκληρό Brexit. Τώρα που οι βρετανοί ψηφοφόροι έχουν απονευρώσει την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, τα αποτελέσματα των επερχόμενων διαπραγματεύσεων εξόδου και η τύχη της μετα-Brexit εποχής έχουν γίνει ακόμα πιο αβέβαια.
Οι ηγέτες στην Ευρώπη καθώς και σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες συμφωνούν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ είναι απρόβλεπτοι και αναξιόπιστοι σύμμαχοι και εμπορικοί εταίροι. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανθεκτικότητα της παγκόσμιας οικονομίας είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη.
Υπάρχουν πολλές πιθανές ερμηνείες για αυτή την αντιφατική κατάσταση και δεν αποκλείουν η μία την άλλη. Κατ’ αρχάς, οι θεσμοί που έχουν ιδρυθεί εδώ και δεκαετίες περιορίζουν τη δυνατότητα των πολιτικών να επηρεάζουν την οικονομία. Ιδιαίτερα σε διεθνές επίπεδο, οι πολιτικοί δύσκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν θεαματικά το πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, το οποίο εξάλλου έχει λάβει μορφή εδώ και δεκαετίες. Η σωρευτική επίδραση των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, της απώλειας εμπιστοσύνης και της έλλειψης σεβασμού σε βασικούς θεσμούς θα μπορούσε να προκαλέσει είτε μεγάλη ζημιά είτε απλώς να επιδεινώσει τις συνθήκες για επενδύσεις.
Υπάρχει όμως μια πιο ελπιδοφόρα ερμηνεία, την οποία συνυπογράφω με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ παράλογα αισιόδοξος. Η ανισότητα των ευκαιριών και οι συνέπειές της που τροφοδότησαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και την πολιτική πόλωση, είναι πραγματική και αρχίζει να παίρνει την προσοχή που της αξίζει.
Μια πιο συντονισμένη προσοχή στην κοινωνική συνοχή δεν θα φέρει γρήγορα αποτελέσματα. Σταδιακά, όμως, μπορεί να συμβάλει στη μείωση των πολιτικών εντάσεων, να επικεντρώσει εκ νέου την προσοχή των πολιτών στις κοινές τους αξίες και να αποκαταστήσει την ικανότητα των ηγετών να συλλαμβάνουν και να εφαρμόζουν πολιτικές.
Αυτό το σενάριο δεν είναι καθόλου εγγυημένο αλλά ούτε εντελώς αδύνατο.
Εξάλλου, η εκλογή του Μακρόν στη Γαλλία, η ανάσχεση της Μέι στο σκληρό Brexit και η σχεδόν καθολική απόρριψη της στάσης της κυβέρνησης Τραμπ για την κλιματική αλλαγή κάτι υποδηλώνουν.
Εν τω μεταξύ, οι εθνικοί και διεθνείς θεσμοί πρέπει να συνεχίσουν να προφυλάσσουν από καταστροφικές ενέργειες πολιτικών ηγετών. Σε τελική ανάλυση, η εμπιστοσύνη στην ανθεκτικότητα αυτών των θεσμών –και ενδεχομένως στο τέλος της τρέχουσας πολιτικής δυσλειτουργίας –είναι αυτό στο οποίο βασίζονται οι αγορές.
Ο Μάικλ Σπενς είναι καθηγητής βραβευμένος με Νομπέλ Οικονομίας