Σε «κομβικό σημείο» έχουν φθάσει οι σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας προειδοποίησε χθες ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, καλώντας σε προσπάθειες προκειμένου να αποφευχθεί «ανοιχτή σύγκρουση» μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Σε μια σπάνια συνέντευξη Τύπου στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ που πραγματοποιήθηκε εν μέσω αναφορών ότι ο πρόεδρος Τραμπ ετοιμάζεται να διατάξει ευρεία έρευνα για τις κινεζικές εμπορικές πρακτικές, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών είπε σε δημοσιογράφους ότι οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται σε «κρίσιμο σταυροδρόμι» έπειτα από μια «μακρά περίοδο χωρίς συγκρούσεις», που διήρκεσε περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες.
Ο Τίλερσον –ο οποίος σύμφωνα με φήμες που κυκλοφορούν στην Ουάσιγκτον σκοπεύει να αποχωρήσει από το τιμόνι του υπουργείου Εξωτερικών έως τα τέλη της χρονιάς –είπε επίσης πως οι ΗΠΑ δεν θεωρούν υπεύθυνη την Κίνα για τη δύσκολη κατάσταση που έχει προκληθεί στην Κορεατική Χερσόνησο.
Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι για την επίτευξη του στόχου της αποπυρηνικοποίησης στην Κορεατική Χερσόνησο οι ΗΠΑ επιδιώκουν «να συνεργαστούν με την Κίνα» και πως η Ουάσιγκτον δεν κατηγορεί τους Κινέζους για την κατάσταση στην περιοχή αυτή.
Ωστόσο, λίγες ημέρες νωρίτερα ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε επιτεθεί μέσω twitter κατά της Κίνας για τη στάση της έναντι της Πιονγιάνγκ: «Είμαι πολύ απογοητευμένος με την Κίνα. Οι ανόητοι προηγούμενοι ηγέτες μας τους επέτρεψαν να έχουν εμπορικές σχέσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο, ενώ δεν κάνουν τίποτα για μας στην υπόθεση της Βόρειας Κορέας, απλώς μιλάνε». Τώρα φαίνεται ότι ο Τίλερσον προσπαθεί να μαζέψει τα σχόλια εκείνα. Μάλιστα δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα ήθελαν να έχουν διάλογο με τη Βόρεια Κορέα κάποια στιγμή.
Οι αναλυτές θεωρούν ότι ο Τραμπ ήλπιζε να επιτύχει ένα «μεγάλο παζάρι» με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, με το οποίο θα άφηνε χώρο στους Κινέζους για θέματα όπως το εμπόριο ή οι (παράνομες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο) εργασίες που κάνουν στην αμφισβητούμενη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, με αντάλλαγμα τη συνεργασία τους σχετικά με τη Βόρεια Κορέα. Μετά από τις αρχικές θετικές ενδείξεις, όμως, όπως η διήμερη συνάντησή τους στην έπαυλη του Τραμπ στη Φλόριδα, η σχέση των δύο ηγετών δεν φάνηκε να πηγαίνει καλά.
Ο Τίλερσον ανέφερε πως «το ερώτημα πλέον είναι: “Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε αυτή τη σχέση (με την Κίνα) και πώς θα εξασφαλίσουμε ότι θα συνεχιστεί η οικονομική ευμάρεια προς όφελος και των δύο χωρών και του κόσμου ολόκληρου. Επίσης, δεδομένων των διαφορών μας, πώς θα μπορέσουμε να τις χειριστούμε ώστε να μην οδηγηθούμε σε ανοιχτή σύγκρουση;”».
Συμπλήρωσε μάλιστα ότι αυτή η σχέση δοκιμάζεται με θέματα «όπως η κατάσταση στη Βόρεια Κορέα», αναφερόμενος έτσι εμμέσως στις άκαρπες προσπάθειες του Τραμπ να πείσει το Πεκίνο να βάλει χαλινάρι στον βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν.
Σύμφωνα με τον Ορβιλ Σελ, επικεφαλής του Κέντρου Αμερικανοκινεζικών Σχέσεων στη Νέα Υόρκη, οι δηλώσεις του Τίλερσον ήταν «ένας ευγενικός τρόπος να πει ότι οι δύο χώρες απομακρύνονται όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό». Επειτα από δεκαετίες σχετικά στενής σχέσης με το πολυπληθέστερο κράτος του κόσμου (οι διμερείς σχέσεις αποκαταστάθηκαν από τον Ρίτσαρντ Νίξον και τον Μάο Τσετούνγκ το 1972), «τώρα υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αναπόφευκτα ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους».
Κυρώσεις στη Ρωσία
Κεκλεισμένων των θυρών χθες ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε το νομοσχέδιο για την επιβολή νέων κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι «έχει σημαντικά ελαττώματα καθώς περιορίζει την ικανότητα των ΗΠΑ να επιτυγχάνουν συμφέρουσες συμφωνίες». Πρόσθεσε μάλιστα ότι «περιέχει ξεκάθαρα αντισυνταγματικές διατάξεις». Τις νέες κυρώσεις υπερψήφισε το Κογκρέσο ενώ η Ρωσία ανταπαντά με μείωση του αριθμού των αμερικανών διπλωματών στο έδαφός της.