Η βαρυχειμωνιά στο εγχώριο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό θα ξεκινήσει τον Οκτώβριο. Τα προγνωστικά αναλυτών και τα μηνύματα τα οποία έχει φροντίσει ήδη να στείλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δείχνουν ότι η έναρξη της τρίτης αξιολόγησης θα είναι δύσκολη και η ολοκλήρωσή της ακόμη δυσκολότερη.
Μέχρι τότε όμως μεσολαβούν περίπου δύο μήνες στη διάρκεια των οποίων η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να στήσει το δικό της success story. Το true story του Αλέξη Τσίπρα ήδη μπάζει νερά.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η εκταμίευση της δόσης ακολουθήθηκαν από μια επικοινωνιακού μάλλον παρά ουσιαστικού περιεχομένου έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Η έκδοση πενταετών ομολόγων, αν και με αστερίσκους σε όρους κόστους, συνιστά μια κάποια θετική εξέλιξη. Από μόνη της όμως δεν λέει τίποτα. Το σενάριο το ξαναζήσαμε το καλοκαίρι του 2014 με την κυβέρνηση Σαμαρά και έξι μήνες αργότερα η Ελλάδα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε μια ανάσα από το Grexit.
Διεθνείς τραπεζικοί κολοσσοί με αναλύσεις τους προειδοποιούν ότι αν δεν βγει η Ελλάδα στις αγορές με βιώσιμο τρόπο τουλάχιστον δυο τρεις φορές ακόμα ώς το καλοκαίρι του 2018, τότε όχι έξοδος από το Μνημόνιο δεν έρχεται αλλά δυστυχώς ένα νέο Μνημόνιο αναμένεται. Τις εξελίξεις κανείς δεν μπορεί να τις προδιαγράψει με ασφάλεια.
Το μόνο είναι ξεκάθαρο είναι ότι το 2019 η Ελλάδα για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες χρειάζεται περίπου 17,5 δισ. ευρώ και χωρίς καθαρή έξοδο στις αγορές θα πρέπει να στραφεί και πάλι για δανεικά στην ευρωζώνη.
Αν η τρίτη αξιολόγηση ξεκινήσει στην ώρα της και ολοκληρωθεί ταχύτατα χωρίς τριγμούς εσωτερικούς και εξωτερικούς, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η Ελλάδα θα καταλήξει τον Αύγουστο του 2018 στην υποκατάσταση του σημερινού Μνημονίου από ένα συγκριτικά ηπιότερο συνοδευόμενο από μια προληπτική γραμμή πίστωσης. Το σενάριο του clean exit είναι αμφίβολο εάν το πιστεύει κανείς πραγματικά ακόμα και στους κόλπους της κυβέρνησης. Σίγουρα δεν το συμμερίζονται οι δανειστές.
Η απρόβλεπτη Ντέλια
Το κουαρτέτο των δανειστών δεν αναμένεται να επανέλθει στην Αθήνα πριν τον Οκτώβριο. Το ορόσημο των γερμανικών εκλογών στις 24 Σεπτεμβρίου είναι αυτό το οποίο καθορίζει το χρονοδιάγραμμα της έναρξης της τρίτης αξιολόγησης. Στο διάστημα έως τις γερμανικές εκλογές αναμένεται σχετική ηρεμία, ανοίγοντας ένα παράθυρο ευκαιρίας στην κυβέρνηση να χτίσει το νέο της αφήγημα. Μετά αρχίζουν τα δύσκολα.
Το ΔΝΤ έχοντας αποφασίσει την καταρχάς συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα με κεφάλαια 1,6 δισ. ευρώ εν αναμονή, έχει ήδη ανοίξει τη συζήτηση για τις νέες απαιτήσεις του.
Εργασιακά, μείωση αφορολογήτου, αντίμετρα, κεφαλαιακή θωράκιση τραπεζών και ιδιωτικοποιήσεις βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Καθένα από αυτά τα κεφάλαια κρύβει μια μεγάλη πολιτική νάρκη.
Στα εργασιακά, η κυβέρνηση με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης πανηγύρισε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τα πανηγύρια αποδείχθηκαν ψεύτικα. Λίγες μέρες αργότερα αναγκάστηκε να διορθώσει τη διάταξη νόμου, καθιστώντας απολύτως ξεκάθαρο ότι η επαναφορά της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης σύμβασης δεν πρόκειται να γίνουν πριν ολοκληρωθεί με τη βούλα των δανειστών το πρόγραμμα χρηματοδότησης.
Το πολιτικό χαστούκι του ΔΝΤ στην κυβέρνηση με την αναγκαστική ψήφιση νέας ξεκάθαρης διάταξης στα μέτρα των απαιτήσεών του φαίνεται πως ήταν το πρώτο βήμα. Ηδη το Ταμείο έχει διαμηνύσει ότι στα εργασιακά η κατάσταση δεν πρέπει να επανέλθει στην πρότερη των Μνημονίων κατάσταση ακόμα και αν η Ελλάδα βγει από το Μνημόνιο. Ειδικά για τον θεσμό της επεκτασιμότητας των συμβάσεων, θεωρεί ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών μέσω κλαδικών συμβάσεων εργασίας και επομένως σε νέα μείωση των θέσεων εργασίας.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι στο πρόγραμμα θα πρέπει να παραμείνει ένα αποθεματικό της τάξεως των 10 δισ. ευρώ προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τις τράπεζες για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά το οξύ πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Στο πλαίσιο αυτό έχει ήδη ζητήσει να διενεργηθεί νέος κύκλος τεστ αντοχής στις τράπεζες (stress tests) πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM.
Η δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ επί του θέματος δεν χωρά εναλλακτικές αναγνώσεις. «Οι εποπτικές Αρχές πρέπει να κάνουν επιπλέον ενέργειες, περιλαμβανομένων επικαιροποιημένων asset quality review και stress test ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν από το τέλος του προγράμματος».
Η πρώτη αντίδραση εκπροσώπων της ΕΚΤ επί του θέματος δείχνει ότι το θέμα είναι ανοιχτό. Ναι μεν η ΕΚΤ διεμήνυσε ότι οι εποπτικές προτεραιότητες σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους δώδεκα μήνες έχουν αποφασιστεί με επιτόπιους ελέγχους σε συγκεκριμένους τομείς των τραπεζών αλλά… «Εάν και εφόσον γίνει αίτημα για την προσθήκη επιπρόσθετων δραστηριοτήτων σε αυτό το εποπτικό πρόγραμμα, θα υπάρξουν οι σχετικές αποφάσεις».
Το ΔΝΤ δεν μπορεί να επιβάλει στην ΕΚΤ την ταχύτερη διενέργεια stress tests στις ελληνικές τράπεζες. Μπορεί όμως, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, να ασκήσει τέτοιου μεγέθους πιέσεις ώστε η κυβέρνηση να ζητήσει από μόνη της τη διενέργειά τους. Επί του παρόντος, οι τράπεζες διαθέτουν υπερεπάρκεια κεφαλαίων. Η ανησυχία του ΔΝΤ εκπορεύεται όμως από την πορεία μείωσης των κόκκινων δανείων.
Τα αντίμετρα στο ράφι
Οσο ο χρόνος για τη διενέργεια των εκλογών (θεωρητικά το 2019) θα μετρά αντίστροφα και η κυβέρνηση θα παίζει τα ρέστα της για να υποστηρίξει ότι άνοιξε ο δρόμος για την έξοδο από τα Μνημόνια, τα ψηφισμένα από την κυβερνητική πλειοψηφία μέτρα των 5 δισ. ευρώ με το μαχαίρι στις συντάξεις και το αφορολόγητο θα έρχονται απειλητικά ολοένα και πιο κοντά.
Με τα σημερινά δεδομένα το 2019 θα πρέπει να εφαρμοστεί η νέα μείωση έως και 18% στις κύριες συντάξεις και έως 18% στις επικουρικές ενώ το 2020 ακολουθεί η καθήλωση του αφορολογήτου σε έως και 5.700 ευρώ.
Το ΔΝΤ όμως και σε αυτό το μέτωπο δεν έχει πει την τελευταία λέξη και τα προβλήματα δεν αποκλείεται να ανακύψουν πολύ νωρίτερα. Ηδη από το 2018.
Η έναρξη της τρίτης αξιολόγησης θα συμπέσει με την έναρξη των διαδικασιών κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2018. Προς το παρόν το Ταμείο συνεχίζει να επιμένει ότι δεν θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και θα υπάρξει υστέρηση της τάξεως του 1,3% του ΑΕΠ. Υποστηρίζει μάλιστα ότι η υστέρηση μόνο στις εισπράξεις φόρων θα φτάσει το 1,1 δισ. ευρώ. Θέμα πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων για το 2018 επισήμως –ακόμα –δεν έχει τεθεί. Ουδείς γνωρίζει αν το φθινόπωρο θα προκύψει και μια τέτοια νέα απαίτηση από το ΔΝΤ.
Τα πρώτα σημάδια όμως δεν είναι θετικά. Το Ταμείο ήδη έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο η μείωση του αφορολογήτου να έρθει ένα χρόνο νωρίτερα, το 2019, ενώ μετά τη συμφωνία της κυβέρνησης στο Eurogroup για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 έχει ζητήσει τα αντίμετρα να μείνουν στα χαρτιά έως το 2023. Στο σενάριο αυτό η κυβέρνηση θα οδηγηθεί στις κάλπες, με σκληρά μέτρα στο προσκήνιο και χωρίς ίχνος αντιμέτρων.