«Σήμερα τα δέκα σφουγγαράδικα που έχουν απομείνει αλιεύουν ετησίως γύρω στους δύο τόνους σφουγγάρια. Και να φανταστείς ότι πριν από το 1986 κάθε καΐκι έβγαζε –μόνο το καλοκαίρι –από έναν τόνο! Τότε δραστηριοποιούνταν 100 μικρά και μεγάλα καΐκια». Αυτό υποστηρίζει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ένας από τους τελευταίους καλύμνιους σφουγγαράδες, ο Παντελής Γιωργαντής. Στα πενήντα πέντε του χρόνια, δυσκολεύεται να περπατήσει. Κάτω όμως από την επιφάνεια της θάλασσας και σε βάθη 60-65 μέτρων κινείται με ευκολία εφήβου.
Σήμερα, η παρέα των βουτηχτάδων αριθμεί μόλις 80 μέλη. Πλέον, το παραδοσιακό επάγγελμα του σφουγγαρά τείνει να εξαφανιστεί.
«Κανείς από εμάς δεν μπορεί να ζήσει στις μέρες μας από τα σφουγγάρια. Γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι να ασχολούμαστε και με αλλά πράγματα, όπως είναι για παράδειγμα η οστρακοαλιεία» λέει ο πρώην πρόεδρος των σφουγγαράδων. Πλέον, τόσο ο ίδιος όσο και οι λιγοστοί συνάδελφοί του ψάχνουν για σφουγγάρια –κυρίως –στη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Κάλυμνο, τη Σύμη, τη Λήμνο, την Υδρα, την Αίγινα και τη Νότια Κρήτη. Οπως λέει, οι Καλύμνιοι θα ήθελαν να αλιεύουν και στις Σποράδες –όπου υπάρχουν σήμερα πολλά σφουγγάρια –αλλά απαγορεύεται στο πλαίσιο του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου Βορείων Σποράδων.
Αλλοτε, τέτοια εποχή το λιμάνι της Καλύμνου ήταν άδειο από σφουγγαράδικα. Μετά το Πάσχα τα σφουγγαράδικα (στις αρχές του 20ού αιώνα έφταναν τα 500) τραβούσαν κατά τις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Επειτα από δυο μερόνυχτα, μέσω Κρήτης, έφταναν στις ακτές της Βόρειας Αφρικής (Τομπρούκ, Ντέρνα, Βεγγάζη, Τρίπολη). Από εκεί χωρίζονταν. Αλλά έφευγαν για τις ακτές της Αιγύπτου (Σαλούμ, Μάρσα Μαστρούχ, Αλεξάνδρεια, Αμπουκίρ) και άλλα για τις ακτές της Τυνησίας. Η επιστροφή γινόταν τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου.
Η μαύρη χρονιά
Η αρρώστια χτύπησε όλη τη Μεσόγειο. Εκτιμάται ότι πάνω από το 90% των σπογγαλιευτικών πεδίων της Μεσογείου, σε βάθος μέχρι 50 μέτρων, καταστράφηκε! Οι καλύμνιοι σφουγγαράδες είδαν τη ζωή τους να αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Η σπογγαλιεία μέχρι το 1986 έφτανε σε μια ετήσια παραγωγή πάνω από 30 τόνους (με αλιεία στην Κρήτη, την Ιταλία, το Βόρειο Αιγαίο και το Λιβυκό Πέλαγος). Εκτοτε η παραγωγή ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 1993, για παράδειγμα, έφτασε μόλις τους 3,5 τόνους και σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, δεν ξεπερνάει τους 2 τόνους.
«Οι ασθένειες που πλήττουν τις τελευταίες δεκαετίες τα θαλάσσια ασπόνδυλα –και ιδιαίτερα τους σπόγγους –είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο» επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στα «ΝΕΑ» η καθηγήτρια στον Τομέα Ζωολογίας του Τμήματος Βιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ελένη Βουλτσιάδου.
Λίγα επαγγέλματα έχουν προκαλέσει τόσο δέος όσο αυτό του παραδοσιακού σφουγγαρά, μια και απαιτούσε από τον δύτη να φτάνει καθημερινά στα όρια της αντοχής του και να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του για το μεροκάματο.
Πριν από 17 χρόνια ο Παντελής Γιωργαντής χτυπήθηκε από τη νόσο των δυτών, γι’ αυτό και δυσκολεύεται στο περπάτημα. Το χτύπημα όμως δεν τον εμπόδισε να ασκεί το επάγγελμά του. Δεν χρησιμοποιεί σκάφανδρο όπως οι παλιοί. Αλλωστε σήμερα οι βουτιές με σκάφανδρο γίνονται μόνο για επιδείξεις ή εκπαιδευτικούς λόγους στη Σχολή Δυτών που λειτουργεί στην Κάλυμνο. Βουτάει με «αργιλέ».
Ενα κομπρεσέρ που είναι πάνω στο σκάφος στέλνει αέρα από την μπουκάλα (η οποία χρησιμοποιείται ως αποθήκη) μέσω ενός ελαστικού σωλήνα (κοινώς ένα απλό λάστιχο).
Τα σφουγγάρια μόλις αλιευθούν πρέπει να καθαριστούν από το εξωτερικό μαύρο μεμβρανώδες περίβλημά τους και στη συνέχεια να ξεκινήσει η διαδικασία απομάκρυνσης του εσωτερικού κυτταρικού περιεχομένου τους, μαζί με τους συμβιωτικούς οργανισμούς, την άμμο ή τα χαλίκια που περιέχονται στο σώμα τους.
Με μηχανικούς και χημικούς τρόπους επεξεργασίας, παράγεται τελικά από το φυσικό, ζωντανό σφουγγάρι η καθαρή μάζα σπογγίνης, ο ενδοσκελετός δηλαδή του σπόγγου που θα πωληθεί.
Τα έτοιμα επεξεργασμένα σφουγγάρια διατίθεται σε δύο μορφές: είτε με το φυσικό τους καφετί χρώμα (το σκούρο καφέ χρώμα της σπογγίνης) είτε ασπρισμένα με μια επιπλέον χημική επεξεργασία, η οποία δίνει και ένα πιο ελκυστικό άσπρο – κίτρινο χρώμα στο σφουγγάρι.
Η εμπορική αξία ενός σφουγγαριού καθορίζεται με βάση το είδος του, ενώ η τελική τιμή υπολογίζεται με το βάρος του σπόγγου. Από τα 600 είδη σπόγγων που υπάρχουν στη Μεσόγειο, μέχρι σήμερα, το εμπορικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους σπόγγους μπάνιου, σε τέσσερα είδη (φίνο ή ματαπάς, καπάδικο, τσιμούχα και λαγόφυτο).
Σύμφωνα με τον ερευνητή του ΕΛΚΕΘΕ Βασίλη Γεροβασιλείου, οι ελληνικές θάλασσες αποτελούν μια από τις καλύτερα μελετημένες περιοχές της Μεσογείου σε ό,τι αφορά την πανίδα των σπόγγων. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 215 είδη σπόγγων που αντιστοιχούν στο 1/3 των μεσογειακών ειδών.
Πρόσφατες έρευνες από έλληνες ερευνητές σε υποθαλάσσια σπήλαια αποκάλυψαν είδη σπόγγων άγνωστα μέχρι σήμερα.
Το 1837 ο Αύγουστος Σίμπε (Siebe) κατασκεύασε το πρώτο τελειοποιημένο σκάφανδρο, το λεγόμενο «αγγλικό». Το 1860 ένας δύτης από τη Σύμη, ο Φώτης Μαστορίδης, που είχε μάθει να καταδύεται με σκάφανδρο εργαζόμενος στην ανέλκυση ναυαγίων στις Ανατολικές Ινδίες, φαίνεται ότι ζήτησε και πήρε δώρο από την εταιρεία του ένα σκάφανδρο. Τρία χρόνια αργότερα το έφερε στο νησί του. Μάλιστα, για να πείσει τους παραδοσιακούς βουτηχτές ότι η βουτιά με σκάφανδρο ήταν εύκολη υπόθεση, έβαλε τη γυναίκα του Ευγενία να καταδυθεί στο λιμάνι.
Η… υπεροχή των μηχανικών απέναντι στους γυμνούς (δηλαδή τους ελεύθερους δύτες που βουτούσαν με τη σκανδαλόπετρα) μόλις είχε αρχίσει.
Σήμερα, η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει στον αυτοδύτη όλες τις ανέσεις και την ασφάλεια μιας κατάδυσης. Ωστόσο, ακόμη στις μέρες μας η βουτιά με σκάφανδρο εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για πολλούς λάτρεις του βυθού. Η επαφή με το παρελθόν θα μπορούσε ίσως να είναι μια εξήγηση.
Αυτήν την εμπειρία έζησα και εγώ πριν από χρόνια στην Κάλυμνο. Το ντύσιμο έγινε πάνω στο τρεχαντήρι «Καπετάν Σπύρος» του Παντελή Γεωργαντή. Το αδιαβροχοποιημένο ύφασμα (καραβόπανο) έπρεπε να περάσει μέσα από την μεταλλική πλάκα και να βιδωθεί με γαλλικό κλειδί το κολάρο πάνω στο οποίο θα στερεωνόταν το κράνος (ή περικεφαλαία).
Το σκάφανδρο ή φόρεμα, όπως το λένε, είναι στην ουσία μια στεγανή στολή που καλύπτει όλο το σώμα εκτός από το κεφάλι. Το τελευταίο καλύπτεται από μια μεταλλική περικεφαλαία (κράνος) που στερεώνεται στους ώμους του δύτη κυκλικά και κλειδώνει πάνω σε μια μεταλλική πλάκα στο κολάρο της στολής.
Το κράνος είναι το βαρύτερο κομμάτι της εξάρτυσης (όλα μαζί ζυγίζουν περίπου 40 κιλά). Είναι χάλκινο και έχει τρία παραθυράκια (μπροστά και δεξιά – αριστερά) για να βλέπει ο σκαφανδρίτης ή μηχανικός. Εξού και το τραγούδι «ή μηχανικός θα γίνω ή στην άμμο θ’ απομείνω…».
Στο πίσω του κράνους υπάρχει μια παροχή πάνω στην οποία συνδέεται το λάστιχο (ή αλλιώς αργιλές ή μαρκούτσι) μέσω του οποίου διοχετεύεται αέρας μέσα στο σκάφανδρο. Αυτό με τη σειρά του είναι συνδεδεμένο με ένα κομπρεσέρ χαμηλής πίεσης που είναι πάνω στο σκάφος.
Στα πρώτα σκάφανδρα τον ρόλο του κομπρεσέρ έπαιζε μια χειροκίνητη αντλία (μια διπλή ρόδα) την οποία περιστρέφανε δυο άτομα πάνω στο σκάφος, οι ροδάδες, ενώ τον χειροκίνητο αεροσυμπιεστή τον έλεγαν και κάσα. Στο πλάι –και δεξιά –της περικεφαλαίας υπάρχει μια βαλβίδα εξαγωγής, η «Βαρβάρα». Πρόκειται για παράφραση της ιταλικής λέξης «Farfalla» η οποία σημαίνει πεταλούδα, που είναι το σχήμα της βαλβίδας. Η παροχή του αέρα είναι συνεχής, γι’ αυτό ο δύτης πρέπει να χτυπάει το κεφάλι του στη βαλβίδα για να φύγει γρήγορα ο αέρας.
Η στολή περιλαμβάνει επίσης ένα ζευγάρι μεταλλικά παπούτσια βάρους 4-6 κιλών και τα μολύβια από 14 έως 16 κιλά. Για ενδοεπικοινωνία υπήρχε το σκοινί. Τραβώντας οι δύτες συνθηματικά το σκοινί, άνδρες που βρίσκονταν πάνω στο σκάφος τούς τραβούσαν προς την επιφάνεια.