Η ζωή του συναρπαστική, πολυκύμαντη, είναι από εκείνες που αναζητά το Χόλιγουντ για να μετατρέψει σε ταινία. Είναι ένας Ελληνας μικρασιατικής καταγωγής, με σχεδόν παγκοσμίου ενδιαφέροντος βίο. Ούτε εφοπλιστής είναι, παρότι τον γνώριζε ο Ωνάσης, ούτε τραγουδιστής παρότι τον είχαν γνωρίζει οι Beatles, ούτε ηθοποιός κι ας τον είχαν συναντήσει ο Μάρλον Μπράντο, ο Αντονι Κουίν, ο Φρανκ Σινάτρα, η Ζαν Μορό. Τον ήξεραν όλοι οι έλληνες πολιτικοί από τον Γεώργιο Παπανδρέου μέχρι τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και προσωπικότητες της διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Αν ζούσαν ο Σεφέρης, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, αλλά και η Μελίνα Μερκούρη ή η Τζένη Καρέζη θα είχαν να λένε ιστορίες για τον επίμονο φωτορεπόρτερ. Εκείνος απλώς έκανε τη δουλειά του και πάντα βρισκόταν εκεί όπου γραφόταν η ιστορία. Δεν υπήρξε μάρτυρας της γκλαμ πλευράς της ζωής, μόνο. Τουλάχιστον τρεις φορές πέρασε σφαίρα –και ένας όλμος, μια φορά –ξυστά από το κεφάλι του, ενώ μερικές βόμβες έσκασαν λίγα μέτρα μακριά του. Ακόμα και τότε, όταν για παράδειγμα πολεμικά αεροσκάφη στον Πόλεμο των Εξι Ημερών πετούσαν μερικές δεκάδες μέτρα πάνω από το κεφάλι του αφήνοντας οβίδες, ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας στεκόταν όρθιος και φωτογράφιζε.
Τέσσερις δεκαετίες φωτορεπορτάζ, πάντα στην πρώτη γραμμή των γεγονότων, συμπλήρωσε ο Σαρρηκώστας και τα εγκιβώτισε στο υπό έκδοση βιβλίο του «40 χρόνια φωτορεπορτάζ – ο φωτογράφος του Associated Press αφηγείται την ιστορία της ζωής του και των φωτογραφιών του» (εκδ. Ιανός).
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑ. «Πίσω από κάθε φωτογραφία κρύβεται πάντα μια καλή και συνήθως πιο τακτικά κρύβεται μια κακή ιστορία, που μόνο ο φωτορεπόρτερ την έχει ζήσει και που μόνο αυτός μπορεί να τη διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια, πάντα μέσα από την εικόνα που παρουσιάζει. Και αυτό γιατί σπάνια και πολύ δύσκολα μπορούν να χωρέσουν τόσα λόγια και συναισθήματα μέσα σε μια φωτογραφία και εδώ σημαντικό ρόλο καλείται να παίζει ο φωτορεπόρτερ, γιατί όσο απλό κι αν ακούγεται το “κλικ”, εκείνη την στιγμή “παίζεται το βουβό δράμα” του φωτογράφου, όπως είπε ο εκλεκτός βραζιλιάνος συνάδελφος Σεμπαστιάν Σαλγκάδο. Και δεν έχει άδικο, γιατί μέσα σε μια φωτογραφία κρύβονται η σιωπή, το δράμα και το δίλημμα ενός μεγάλου ή μικρού γεγονότος και η φωτογραφία από “μόνη” της πρέπει να εξηγήσει τι συμβαίνει μέσα στο μοναδικό καρέ της. Γι’ αυτό περιορίστηκα στα σημαντικότερα γεγονότα τα οποία μου έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου και δεν πρόκειται να τα ξεχάσω, τουλάχιστον όσο ζω» σημειώνει σε ένα κεφάλαιο της βιογραφίας του ο «one man band», δηλαδή ο άνθρωπος ορχήστρα όπως είχε χαρακτηρίσει τον Σαρρηκώστα ο πρόεδρος και διευθυντής του Ασοσιέιτεντ Πρες Λουί Μποκάρντι.
Δεν είναι σύνηθες φωτογράφοι, πόσω μάλλον φωτορεπόρτερ, να εκφράζονται γραπτώς. Εχουν μάθει «να μιλούν και να συνομιλούν» μέσα από τις φωτογραφίες τους. Ο Σαρρηκώστας όμως, χωρίς να θέλει να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες, έχει παραστατική γραφή και καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη ακόμα και ερεθίσματα που δεν είναι οφθαλμοφανή. Σαν τα γλυκά απογεύματα που μέτρησε πιτσιρικάς στο Σακραμέντο, αφού προηγουμένως το ‘χε σκάσει από το καράβι όπου εργαζόταν ως μαστορόπουλο δίπλα στον πρώτο μηχανικό ελληνικού δεξαμενόπλοιου.
Εχει όμως αποτυπώσει και το σφύριγμα σφαίρας ελεύθερου σκοπευτή που τον έβαλε σημάδι την περίοδο του εμφυλίου στον Λίβανο.
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ. Η ζωή του περιπετειώδης σχεδόν από τα γεννοφάσκια του. Εζησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, την ανασυγκρότηση της χώρας που στην παιδική μνήμη του είχε αποτυπωθεί στη φράση «παίζαμε ελεύθερα», τον Ανένδοτο και την αποστασία, τη χούντα, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, την εισβολή στην Κύπρο, τους πολέμους Ισραήλ – Αιγύπτου, Λιβάνου, Ιραν – Ιράκ, Γιουγκοσλαβίας. Και να σκεφτείτε ότι ο διακεκριμένος φωτορεπόρτερ, ο πρώτος έλληνας σε ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο, πιτσιρικάς και προτού μπαρκάρει για άλλη γη κι άλλα μέρη (Βραζιλία, ΗΠΑ), πήγε μεταπολεμικά στη Σιβιτανίδειο για να γίνει επιπλοποιός.
Η σχέση του με τη φωτογραφία ήταν καρμική και αναπτύχθηκε, όπως περιγράφει, στον «σκοτεινό θάλαμο» –στο εμφανιστήριο φιλμ δηλαδή –του φωτογραφικού πρακτορείου Ενωση. Περιγράφει την πρώτη του δουλειά –μια καμπάνια για «ΤΑ ΝΕΑ» –και σε άλλο σημείο του βιβλίου του πώς «μυρίστηκε» τους Beatles τον Αύγουστο του ’67 που είχαν έρθει ινκόγκνιτο στην Ελλάδα, τους φωτογράφισε στο Ελληνικό και αργότερα, ακολουθώντας τους μέχρι την Αράχοβα, τους έβαλε να φωτογραφιστούν μαζί με τους ντόπιους οργανοπαίκτες Γιώργο Παπαλεξανδρή (κλαρίνο) και Δημήτρη Μηλιώνη που έπαιζε κιθάρα. Στην προτροπή του Σαρρηκώστα τα «σκαθάρια» να κάνουν μια κίνηση για να μη φαίνονται στημένα ο Τζον Λένον έβαλε το δεξί χέρι του στο μπράτσο της κιθάρας που κρατούσε ο αραχοβίτης μουσικός με αποτέλεσμα στη φωτογραφία να φαίνεται ότι την κρατούν τρία χέρια.
Περιγράφει τις θριλερικές στιγμές που βίωσε καθ’ οδόν για το Πολυτεχνείο και έχει αποτυπώσει τα συναισθήματά του την ώρα που το τανκ ορμούσε στην πύλη του καταπλακώνοντας φοιτητές και απλούς πολίτες που ήταν σκαρφαλωμένοι πάνω και πίσω από τη δίφυλλη καγκελόπορτα, ενώ εκείνος –μόνος φωτορεπόρτερ στο σημείο –με σφιγμένη ψυχή κατέγραφε καρέ καρέ.
ΣΕ ΕΜΠΟΛΕΜΕΣ ΖΩΝΕΣ. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου, ειδικά στο κεφάλαιο με τις αποστολές σε εμπόλεμες περιοχές, εκφράζει τα ανάμεικτα συναισθήματα του ανθρώπου που βιώνει τη φρίκη, αντιλαμβάνεται τον παραλογισμό του πολέμου, νιώθει να λυγίζει στη θέα άψυχων παιδικών σωμάτων, να συνειδητοποιεί με τρόμο ότι η ζωή σε τέτοια μέρη είναι φθηνή –«κοστίζει μόλις μιάμιση δραχμή, όσο μια σφαίρα» γράφει ο Σαρρηκώστας –και να διαπιστώνει με τραγικότητα ότι «το πρώτο πράγμα που πεθαίνει είναι η αλήθεια και αμέσως μετά τα παιδιά, οι άμαχοι».
Γράφει εξάλλου για θέματα που αντιμετώπισε πριν από περίπου 30 χρόνια και του είχαν προξενήσει εντύπωση και κατάπληξη. Ετσι ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι δεν έχει αλλάξει σήμερα κάτι από όσα επισημαίνει ο βετεράνος φωτορεπόρτερ περί κατασκευασμένων ρεπορτάζ και υποβάθμιση ειδήσεων.
Διαβάζοντας τη βιογραφία του ανακαλείται στη μνήμη το μυθιστόρημα «Φόρεστ Γκαμπ», το οποίο έγραψε ο Γουίνστον Γκρουμ το 1986 για να αφηγηθεί τη νεότερη αμερικανική Ιστορία μέσα από τα μάτια του καλοκάγαθου ήρωά του και έκανε ταινία, με τον ίδιο τίτλο, ο Ρόμπερτ Ζεμέκις το 1994.
Εδώ έχουμε κάτι πιο μεγάλο. Ο Σαρρηκώστας έγραψε ένα βιβλίο για ένα μεγάλο κομμάτι της λεκάνης της Μεσογείου και των χωρών που βρέχονται από αυτήν, για χώρες των Βαλκανίων και της Αφρικής μέσα από γεγονότα που σημάδεψαν και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για την «επόμενη μέρα» τους όπως τα έζησε την ώρα που συνέβαιναν. Είναι όμως εκεί η ψυχή και το ανήσυχο πνεύμα ενός ανθρώπου, ενός επαγγελματία με ήθος, αξίες και ακεραιότητα, που ρισκάρισε και επιβίωσε εφαρμόζοντας τη συμβουλή «a dead reporter never reports» που του είχαν δώσει παλαιότεροι στις πρώτες αποστολές του σε εμπόλεμες περιοχές.