Θα μπορούσε η φωτογραφία της Τετράδας του Πειραιά να αναλυθεί με την ίδια θέρμη και ύστερα από 50 χρόνια, δηλαδή το 2067, μονάχα δεν θα ήταν ο Μανώλης Μητσιάς που θα το είχε κάνει. Γεγονός που θα στερούσε στην ομώνυμη φωτογραφία το στοιχείο μιας αναπόλησης τόσο περισσότερο συγκινημένης όσο ο σημερινός κειμενογράφος θα μπορούσε να λογαριαστεί ως ένας γνήσιος κατιών της θρυλικής Τετράδας. Χάριτες λοιπόν στον Μανώλη Μητσιά, κυρίως γιατί η σχεδόν πενηντάχρονη θητεία του στο τραγούδι δεν του στέρησε το θάμβος να θεωρεί συναδέλφους του που έχουν προηγηθεί ως φυσιογνωμίες μυθικές.

Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε σ’ ένα φωτογραφείο της Δραπετσώνας και ο φωτογράφος έγραψε από κάτω «Τετράς η ξακουστή του Πειραιά». Ηταν καλοκαίρι του 1934, είχανε σμίξει τέσσερις άνθρωποι που παίζανε όργανα και σχηματίσανε την πρώτη κομπανία χωρίς κανείς τους να είναι Πειραιώτης. Παίζανε σ’ ένα μαγαζί στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή της Αττικής, τη Δραπετσώνα, στο μαγαζί του Σαραντόπουλου που ήταν απέναντι από τα μπουρδέλα. Ο Σαραντόπουλος τα είχε καλά με την Ασφάλεια και στο μαγαζί του συχνάζανε τύποι περίεργοι της γειτονιάς, τρόφιμοι των πορνείων. Ετσι σχηματίστηκε η πρώτη επαγγελματική κομπανία. Λίγο αργότερα ο Μάρκος και ο Μπάτης έκαναν από έναν δίσκο, που δεν είχαν όμως καμιά απήχηση. Υπήρχαν βέβαια οι σμυρναίικες κομπανίες με τα μοναδικά τραγούδια που είχε φέρει μαζί του ο υπέροχος λαός της προσφυγιάς. Τον σπόρο όμως του ρεμπέτικου τον είχε ρίξε η Τετράς της φωτογραφίας. Από το 1937 και μετά, με τη «Φαληριώτισσα» του Παπαϊωάννου, το «Χατζηκυριάκειο» του Μπαγιαντέρα, την «Αρχόντισσα» και την «Αραπιά» του Τσιτσάνη, το τραγούδι χαρακτηρίζεται ως λαϊκό καθώς μπαίνει μέσα σε όλα τα σπίτια. Ο κόσμος διασκεδάζει, το μπουζούκι γίνεται διεθνώς γνωστό, γράφονται αριστουργηματικά τραγούδια που ανεβάζουν την αισθητική και την πολιτιστική στάθμη του λαού. Δεν υπάρχει όμως ένα Μουσείο Λαϊκής Μουσικής. Είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που δεν έχουμε ένα αντίστοιχο μουσείο. Κανείς υπουργός Πολιτισμού δεν ενδιαφέρθηκε για να γίνει. Το ιστορικό εργοστάσιο της Κολούμπια, που θα μπορούσε να γίνει Μουσείο Λαϊκής Μουσικής, έγινε αντίθετα βορά των εργολάβων. Μιλάμε για μεγάλη θλίψη.

Για να επιστρέψουμε όμως στη φωτογραφία, πρόκειται για μια φωτογραφία που «γράφει». «Γράφει» Ιστορία, μεταφέρει μνήμες. «Γράφει» καημούς, γειτονιές, υπόγειες αμαρτίες, αλλά «γράφει» και το αύριο. Ο Αϊβαλιώτης Στράτος Παγιουμτζής της φτώχειας. Ο Γιώργος Μπάτης, από τα Μέθανα, με τις αταξίες του στις στρατιωτικές φυλακές. Ο Σμυρνιός Ανέστης Δελιάς με τις χορδές του πόνου. Και ο μεγάλος Μάρκος Βαμβακάρης, ο Συριανός, ο λιμενεργάτης, ο καρβουνιάρης, ο εκδορέας του Πειραιά και της Αθήνας· στήθηκαν μπροστά στον φακό για να διαφημίσουν την παρουσία τους στο ταβερνείο, σάμπως και τους καθοδηγούσε μια θεία δύναμη. Μια φωτογραφία που μιλάει με το βλέμματά τους. Ο ένας προσηλωμένος στη νότα, ο δεύτερος λοξοκοιτώντας, ο τρίτος αμήχανα γελαστός μπροστά στον φακό και ο τέταρτος ατενίζοντας κάπου μακριά. Μια φωτογραφία που μιλάει επίσης με τα κοστούμια και των τεσσάρων τους. Μια φωτογραφία – πηγή.

Γιατί αυτή η Τετράς είναι που γέννησε, κατά το ήμισυ, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Καλδάρα, τον Μητσάκη, τον Ξαρχάκο, τον Μούτση και βεβαίως τον μεγάλο Βασίλη Τσιτάνη, αλλά και άλλους, πολύ μεγάλους και ξεχωριστούς, ιδιαίτερους και ταλαντούχους, ασχέτως αν έτυχαν μεγάλης ή μικρής προβολής. Αυτή η καθαγιασμένη πια φωτογραφία γέννησε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που έκανε τον Βαμβακάρη να «πετάξει», καθώς πήρε τα τραγούδια του από τα υπόγεια, από τα ισόγεια, από τα σοκάκια και τα ανέβασε σε επίπεδο εθνικού τροφοδότη. Η δροσερή, η κρυστάλλινη, η διαυγής φωνή του Μπιθικώτση προσέδωσε στον Βαμβακάρη την αίγλη ενός δημιουργού πέρα και πάνω από τους τεκέδες. Αυτή η φωτογραφία, αυτή η φωτοδύναμη, δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό τους στιχουργούς, με πρώτη την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και στη συνέχεια τον Νίκο Γκάτσο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Κώστα Βίρβο, τον Μάνο Ελευθερίου και τόσους άλλους, όπως τον Χρήστο Κολοκοτρώνη, που μπορεί να έγραψαν λίγους στίχους αλλά δικαιούνται την τιμή του μεγάλου στιχουργού. Αυτή η φωτογραφία ενέπνευσε τη δημιουργία των ρεμπέτικων σχημάτων της δεκαετίας του ’70 –Ρεμπέτικη Κομπανία, Οπισθοδρομική Κομπανία και δεκάδες άλλες τετράδες στην Αθήνα, στις συνοικίες, στις επαρχίες, υπηρετώντας το βαθιά ανθρώπινο δικαίωμα της ψυχαγωγίας. Ψυχαγωγία πέρα από τα φωταγωγημένα μαγαζιά της πρωτεύουσας, πέρα από τις κουλτουριάρικες μουσικές σκηνές και ενάντια στον εκκωφαντικό ήχο της Συγγρού, της Πειραιώς και της παραλίας.

Κοιτάζοντας και ξανακοιτάζοντας την ιστορική Τετράδα, μια και συνεργάστηκα με τον Βασίλη Τσιτσάνη, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Γιώργο Λαύκα και άλλους, νιώθω την καταγωγή μου σ’ αυτό το συνταίριασμα των ρεμπέτικων ήχων με τις βυζαντινές μελωδίες, που άκουγα από μικρός στο χωριό μου, τα Δουμπιά της Χαλκιδικής, σε εκκλησίες και σε πανηγύρια. Και αν ο Θεός ή η συγκυρία με έφεραν να συναντήσω τα νεωτεριστικά ρεύματα της λόγιας ποίησης και της μπαλαντοειδούς μελωδίας, παραμένω προσκυνητής του ρεμπέτικου, κρατώντας το μελωδικό του απαύγασμα και παρακάμπτοντας την επιδερμικότητα κάποιων στίχων του. Το μεγάλο όμως περιβόλι των ρεμπέτικων λουλουδιών που μοσχολάβει στη μνήμη μου ενεργοποιεί και τώρα τη διάθεσή μου να προσεγγίσω ξανά αυτά τα λουλούδια με την εμπειρία μισού σχεδόν αιώνα και να ερμηνεύσω εμβληματικά τραγούδια, όπως έχω κάνει άλλωστε στη δεκαετία του ’80.

Η φωτογραφία μού φέρνει στον νου λέξεις όπως: έρωτας, φτώχεια, αδικία, κατατρεγμός, προδοσία, πίστη, ανυποταξία, ελευθερία, παρέες, πάλκο, φυλακές, αίματα, παραγγελιές, ξημερώματα, πίκρες, χαρές, θανάτους αλλά και γεννήσεις. Και ειλικρινά αναρωτιέμαι αν υπάρχει στη σημερινή εποχή της ψηφιακής επέλασης και της μανίας των selfies ισάξια Τετράς με εκείνη του Πειραιά για να αντικρίσει τον φακό.