«Λες να είναι το τελευταίο μου ετούτο εδώ;» με ρωτάει ο Κώστας Τσόκλης ενώ περπατάμε στον παραλιακό πεζόδρομο της Πάφου –Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2017 –έχοντας ακόμη έντονη τη «γεύση» από τη φωνή της Λουθ Καζάλ που μόλις είχε τραγουδήσει στο κάστρο της πόλης. Την απάντησή μου σχετικά με την εικαστική εγκατάσταση η οποία τοποθετήθηκε σε ένα πλάτωμα με θέα την Πέτρα του Ρωμιού, σχεδόν μισή ώρα έξω από την πόλη, που έχει συνδέσει το όνομά της με τη θεά Αφροδίτη, πρόλαβε ένα ανοιχτό γεμάτο τσιγάρα πακέτο στο πλακόστρωτο. Σκύβει, το παίρνει στα χέρια του, το εξετάζει προσεκτικά και αναζητά κάποιον από την ομήγυρη στον οποίο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο. «Οταν ήμουν παιδί μάζευα γόπες από τον δρόμο για να καπνίσει ο πατέρας μου, τώρα θα αφήσω ένα ολόκληρο πακέτο; Ολα έπρεπε να τα κερδίσω κομματάκι κομματάκι. Δεν ήταν η ζωή καλή μαζί μου και γι’ αυτό προσπάθησα να την αλλάξω, να τη φέρω στα νερά μου. Αξίζω κάτι καλύτερο, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν υποτάχτηκα ωστόσο» συνεχίζει.

Το βήμα του μπορεί κάποιες στιγμές να μαρτυρά την ηλικία του. Ισως και το τρέμουλο στη φωνή του. Οχι όμως και το βλέμμα του, που μοιάζει να αστράφτει όταν αρχίζει να μιλά για το νέο του έργο «Δέκα σημεία όρασης». Δέκα μεταλλικά τελάρα στημένα στην άκρη του βράχου που προκαλούν τον θεατή να κοιτάξει τη θέα μέσα από αυτά. Από τη μια μεριά η θάλασσα, με τον ήλιο την ώρα της δύσης να αρνείται πεισματικά να μπει στο κάδρο. Κι από την άλλη, η Πέτρα του Ρωμιού, ένα τοπόσημο της περιοχής, που καταλαμβάνει κεντρική θέση στο τελάρο μαζί με την ανατολή. Ενα μεταλλικό φεγγαράκι κρέμεται σε ένα από αυτά, ενώ ένας κάδος απορριμμάτων με μια κόκκινη πινελιά έχει προσαρμοστεί σε ένα άλλο από τα πλαίσια που έστησε ο Κώστας Τσόκλης κι εκτέλεσε ο γλύπτης Δημήτρης Σκαλκώτος υπό τον συντονισμό του αρχιτέκτονα Γιώργου Τριανταφύλλου, που είναι υπεύθυνος και για το σύνολο της διαμόρφωσης του χώρου.

«Αναιρώ την αίσθηση που δίνει το παράθυρο ή μια φωτογραφία, τα οποία ακρωτηριάζουν τη φύση. Αντιθέτως, με το έργο αυτό τονίζεται ένα μέρος της, αλλά δεν διακόπτεται. Συνεχίζεται δίπλα. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι ότι από την ώρα που θα πέσει πάνω το βλέμμα πάνω στο έργο ώς τη στιγμή που θα καταστραφεί ο πλανήτης θα αλλάζει. Δεν θα μας έχει ανάγκη. Η αγωνία μου είναι να μην είναι ακίνητο, νεκρό. Να ζει μαζί μας. Να υφίσταται την ίδια φθορά. Αντιπαθώ το ακίνητο έργο» εξηγεί τον συλλογισμό πίσω από την παρέμβασή του στον χώρο.

«Ουσιαστικά αυτό που με ενδιέφερε ήταν η συνομιλία μου με τον Θεό. Τον θεωρώ και φίλο και αντίπαλο. Αυτή τη φορά του κλείνω το μάτι και του λέω “έλα να το κάνουμε μαζί”. Και νομίζω ότι ανταποκρίθηκε. Τι να έκανε; Τον εκβιάσαμε τον φουκαρά. Κόψαμε ένα κομμάτι από εκείνο που έχει φτιάξει και το κάναμε δικό μας» συνεχίζει.

Δεν φοβάται ότι θα του προσάψουν πως δεν μας προτείνει τίποτε άλλο παρά να δούμε τη φύση; «Το έργο δεν είναι τίποτα σπουδαίο, η σκέψη, που την έφτασα ώς την άκρη, είναι σημαντική: πως προτείνεις ως αντίπαλο του Θεού τον ίδιο τον Θεό, διότι η τέχνη είναι ο αντίπαλός του» απαντά ο Κώστας Τσόκλης, που θεωρεί πως η συγκεκριμένη επέμβαση στον χώρο είναι τρόπον τινά συνέχεια της «ζωντανής ζωγραφικής» που είχε παρουσιάσει το 1985 στην Μπιενάλε της Βενετίας –ένα συνδυασμό βίντεο και ζωγραφικής –αλλά και των «Αντανακλάσεων» στο εγκαταλειμμένο χωριό Μοναστήρια της Τήνου, που είχε ως επίκεντρο τους καθρέφτες, «τον δεύτερο πρόγονο των ζωγράφων μετά το νερό».

«ΝΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΤΟΝ ΡΕΜΠΡΑΝΤ». Ο Θεός στη συζήτηση επιστρέφει με την πρώτη ευκαιρία και είναι οι στιγμές εκείνες που τα δάχτυλα στα χέρια του Κώστα Τσόκλη τεντώνονται κι η ένταση είναι προφανής από τις συσπάσεις του προσώπου του. Νιώθει οργή απέναντί του; «Δεν έχει ξεθυμάνει μέσα μου, διότι δεν έφτασα το όνειρό μου: να γίνω σαν τον Ρέμπραντ. Ο ηλίθιος Θεός μού έδωσε ένα ταλεντάκι κι εγώ πρέπει να προσπαθήσω γι’ αυτό το ταλέντο. Να τον προσβάλω; Αν δεν μου έδωσε αρκετό, δικό του πρόβλημα. Αλλά όταν πάω εκεί ψηλά, θα με πιάσει από το αφτί και θα μου πει “τι το έκανες το ταλέντο που σου έδωσα;”. Tι θα απαντήσω; Οτι το θυσίασα για τη γυναίκα μου ή για το παιδί μου; Πρέπει να έχω προσπαθήσει. Ξέρω ότι βρίσκομαι στα νερά τού γελοίου από την πολλή προσπάθεια κι αν δεν ξεπεράσω αυτή τη φάση δεν ησυχάζω. Δεν με αφήνει να ησυχάσω ο φύλακας – διάβολός μου. Διότι με τους ζωντανούς τα βγάζω πέρα, όπως έχει πει κι ο Πεσόα. Με τους πεθαμένους όμως; Οταν έρθει η ώρα, θα με πάρουν στο τραπέζι τους ο Λύτρας, ο Χαλεπάς, ο Γύζης ή θα με βάλουν για υπηρέτη;».