Λίγες μέρες έχουν περάσει από τότε που ένα μεγάλο, τουλάχιστον εκπεφρασμένο, τμήμα της κοινής γνώμης ήταν ενάντια στην απόρριψη της αίτησης αναστολής της ποινής που έχει, πρωτόδικα, επιβληθεί στην Ηριάννα Β.Λ. Και δεν αναφέρομαι στα μπάχαλα στην Ερμού αλλά ακόμη και στη μετριοπάθεια του μέσου όρου που, έχοντας ασυνείδητα αφομοιώσει μια αρχή της δικαιοσύνης, προτιμά έναν ένοχο ελεύθερο παρά έναν αθώο στη φυλακή. Είναι η ανθρώπινη φύση που την απονομή της δικαιοσύνης, ως έννοια, τη συνδέει με την αθώωση παρά την καταδίκη. Από την άλλη, κυρίως σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας ή ασέλγειας, έχουμε δει συγγενείς θυμάτων ή ένα αυτόκλητο ακροατήριο να ζητούν την καταδίκη του ενόχου. Από την υπόθεση Δουρή παλαιότερα μέχρι τον πατέρα από τη Βουλγαρία που ομολόγησε την αποτρόπαιη δολοφονία της τρίχρονης κόρης του. Αλλά αυτό μοιάζει σαν ένα είδος βεντέτας με ό,τι διαταράσσει συμπαντικές αρχές και αξίες περί ηθικής.
Αυτό που ζήσαμε όμως τις τελευταίες μέρες είναι κάτι άλλο. Λειτουργοί της Δικαιοσύνης, για λόγους που εκείνοι γνωρίζουν και αφού ανέπτυξαν ένα δικονομικό σκεπτικό, αποφάσισαν την επανεκδίκαση υποθέσεων για τις οποίες οι κατηγορούμενοι είχαν αθωωθεί. Το αν έπραξαν σωστά ή όχι θα το κρίνει η Ιστορία, πιθανότατα και τα δικά τους αρμόδια όργανα. Φέιγ βολάν όμως στους δρόμους της Αθήνας που καλούν τον «λαό» να παρευρεθεί στο δικαστήριο προσδοκώντας ενόχους και ομάδες που παρελαύνουν εντός των δικαστικών αιθουσών φωνάζοντας πανηγυρικά «Ζήτω η Ελλάς» στην αναγγελία καταδικαστικών αποφάσεων δεν προμηνύουν καλά για τη δημοκρατία. Το «Αρον, άρον, σταύρωσον αυτόν» από έναν όχλο πραγματικό η διαδικτυακό είναι απειλή για τον θεσμό της Δικαιοσύνης, ακόμη και αν αφορά αποδεδειγμένα ένοχο.