Υπάρχει ένα ποίημα της Θεοδώρας Ντάκου, για μια αιφνίδια νυχτερινή νεροποντή –θεομηνία μάλλον –που σ’ ένα μπαλκόνι γεμάτο φυτά καταστρέφεται ολοσχερώς ένα μόνο φυτό, ενώ όλα τα άλλα παραμένουν άθικτα. Σκεφτόμουν συνεχώς το ποίημα αυτό, καθώς σ’ ένα ταξίδι – αστραπή στη Μυτιλήνη αντίκριζα το χωριό Βρίσα τελείως κατεστραμμένο, ενώ γειτονικά χωριά δεν έχουν υποστεί την παραμικρή ζημιά. Μια καταστροφή ακόμη περισσότερο εφιαλτική καθώς δεν συναντάς ούτε έναν άνθρωπο στα άλλοτε σφύζοντα από ζωή σοκάκια του, ώστε αν με τα φαντάσματα έρχεσαι σ’ επαφή μόνο τη νύχτα, μπορείς να μιλήσεις για ένα χωριό – φάντασμα ακόμη και μέσα στο πιο αδυσώπητο φως του καλοκαιριού.
Σωροί από γκρεμισμένα ντουβάρια, με εκτεθειμένες σε κοινή θέα «λεπτομέρειες» που πριν από λίγο καιρό είχαν τη σημασία μιας εξαγιασμένης καθημερινότητας, όπως μια πλαφονιέρα που αιωρείται, ένα παιδικό φορεματάκι γαντζωμένο σ’ ένα καρεκλοπόδαρο ή μια μισάνοιχτη πόρτα –μισάνοιχτη εσωτερική πόρτα σ’ ένα σπίτι που πλέον έχει πρόσβαση από όλες του τις πλευρές, αν είναι δυνατόν! -, αποκτούν τώρα κάτι από την υφή του μυστηρίου, όσο κι αν η λέξη «σεισμός» φαίνεται να τα εξηγεί όλα.
Τι να εξηγήσουν όμως οι λέξεις για μαγαζιά που αν παρέμεναν άλλοτε ορθάνοιχτα, όπως τώρα, θα έβαζαν στον πειρασμό κάτι να τους αφαιρέσει κανείς, ενώ τώρα μοιάζει να προσδοκούν το θαύμα ώστε να επιστρέψουν στην ακμαία, πριν από λίγο καιρό ακόμη, καθημερινότητά τους, τη συχνά τόσο αδιάφορη και βαρετή.
Ενα χωριό νεκρό που, τι περίεργο, «ένα ολόφρεσκο, προχθές ακόμη κολλημένο, κηδειόσημο για την ταφή της 91χρονης Πάτρας Μανωλά και δυο γατάκια, ενώ άπειρα αλωνίζουν μέσα στα χαλάσματα, που ξεδιψούν από ένα πιατάκι με νερό –ποιος το έβαλε και πότε –σαν να προοιωνίζονται την εκ του τάφου έγερση της Βρίσας» όπως χαρακτηριστικά είπε ο μυτιληνιός καρδιοχειρουργός Στρατής Παττακός αντικρίζοντας μαζί μας την καταστροφή.