Κάποτε ο κόσμος ήταν γκρίζος. Η λατινοαμερικανική παράδοση θέλει τους ινδιάνους Ισίρ να κλέβουν το χρώμα από τους θεούς –και έτσι ο κόσμος λάμπει και τα χρώματά του αποτυπώνονται και χρωματίζουν τα μάτια που τον βλέπουν. Ευρωπαϊκό τηλεοπτικό συνεργείο θέλησε να καταγράψει σκηνές της καθημερινής ζωής αυτών των ιθαγενών που ζουν στα σύνορα Παραγουάης – Βραζιλίας. Ενα κορίτσι της φυλής ακολουθούσε τον σκηνοθέτη του συνεργείου σαν σιωπηλή σκιά –ήταν σχεδόν κολλημένη στο σώμα του και τον κοιτούσε στο πρόσωπο από πολύ κοντά, σαν να ήθελε να μπει στα, παράξενα για εκείνην, γαλανά του μάτια. Ο σκηνοθέτης ζήτησε από τον μεταφραστή να ρωτήσει το κορίτσι γιατί τον ακολουθεί παντού. «Θέλω να μάθω με ποιο χρώμα βλέπει αυτός τα πράγματα» απάντησε εκείνη. «Με το ίδιο χρώμα που τα βλέπεις κι εσύ» της εξήγησε. Το κορίτσι δεν πείστηκε: «Και πού ξέρεις εσύ με ποιο χρώμα βλέπω εγώ τα πράγματα;».
Με ποιο χρώμα βλέπει, άραγε, ο καθένας μας τον κόσμο; Διότι είναι σίγουρο πως ακόμα και τα ίδια πράγματα δεν τα βλέπουμε ίδια. Παρελάσεις, σημαιοφόροι, κληρώσεις, προσευχές, έπαρση σημαίας, πανεπιστήμια, μέτρα, κόμματα, οικονομία, ελπίδα και το αντίθετό της, επιστροφή στις αγορές, capital controls, νοσοκομεία, διόδια, πρόσφυγες, φόρος εισοδήματος, έρωτας, εξωδικαστικός συμβιβασμός, κανένας συμβιβασμός, ένας μεγάλος πόλεμος που τελείωσε, μικροί πόλεμοι που δεν τελειώνουν, μια ζωή που περνά στιγμή με τη στιγμή. Με ποιο χρώμα βλέπουμε αυτή τη μεγάλη περιπέτεια που υπάρχει, λένε, για τον καθένα μας; Αυτή την περιπέτεια του ενός.
Στη σκοπιά, τελικά. Εκεί διαφέρουμε μεταξύ μας. Στη σκοπιά από την οποία βλέπουμε τα πάντα γύρω μας. Ζούμε σε μια χώρα όπου τα χρώματα που ξέραμε έχουν αλλάξει εδώ και καιρό. Ή μήπως είμαστε εμείς εκείνοι που αλλάζουν; Ζωή και στάση. Μια ψευδαίσθηση ευημερίας. Μια απότομη προσγείωση. Και μια φτώχεια σε όρους που δεν είχαμε καν σκεφτεί –δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε χρόνο, δεν έχουμε σιωπή και δεν μπορούμε να την αγοράσουμε, τρώμε σκουπίδια που πληρώνουμε σαν να ήταν τροφή, έχουμε ελευθερία να αλλάξουμε κανάλι. Μέχρι εκεί. Αληθινά φτωχοί είναι εκείνοι που δεν γνωρίζουν ότι είναι φτωχοί. Που έχουν μείνει με λιγοστές επιλογές. Που ισοπεδωτικά η πραγματικότητα τους επιβάλλει τα δικά της χρώματα.
Το νόημα είναι, τελικά, κάτι που τα ανθρώπινα όντα κατασκευάζουμε από τα οικοδομικά υλικά της οικειότητας, από όσα πετραδάκια του γνωστού διαθέτουμε, σαν ένα παζλ από το οποίο λείπουν πολλά κομμάτια. «Το μέλλον είναι πάντα ανοιχτό» έλεγε με επιμονή ο Καρλ Πόπερ. «Προβλέψεις μπορούμε να τολμήσουμε να κάνουμε. Μα ποιος τολμά να πορευθεί με βεβαιότητες;».
Κι όμως, σε μια χώρα όπου όλα έχουν αλλάξει και αλλάζουν διαρκώς και αντιστέκονται αλλά αλλάζουν –προς το καλύτερο ή το χειρότερο, ποιος μπορεί να γνωρίζει στον ενεστώτα ιστορικό χρόνο; -, οι βεβαιότητες δείχνουν εξαιρετικά πολλές. Πολύ περισσότερες από εκείνες που δικαιολογούν οι άνεμοι της αλλαγής, το ανοίκειο που μας κατακλύζει και η διαπίστωση πως έχουμε δει μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι μιας τεράστιας και πολυδιάστατης εικόνας.
Η ζωή αλλάζει και προχωρεί με ασήμαντες νύξεις, με τυχαία συναπαντήματα, με τρικλοποδιές και ολισθήματα που διαρκώς αλλάζουν και επαναπροσδιορίζουν τη ροή των πραγμάτων. Η ιστορία γράφεται από εκατομμύρια κλάσματα στιγμών, τόσα πολλά που είναι αδύνατον να τα παρατηρήσουμε και να τα καταγράψουμε. Η αληθινή ιστορία είναι πιο περίπλοκη από αυτή που συγκεντρώνουμε σε ένα – δύο άλμπουμ με φωτογραφίες. Για να αφηγηθούμε ολόκληρη την ιστορία μας χρειάζεται μια ζωή.