Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στον Λευτέρη Παπαγιαννάκη, λαμπρό πανεπιστημιακό, που πέθανε πριν αρκετά χρόνια, πάνω στην ωριμότητά του, αντιπρύτανη του ΕΜΠ που αγωνίστηκε με πείσμα, θάρρος και προσωπικό κόστος, κατά την παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου στην οποία το ωθούσε ένα σημαντικό τμήμα του καθηγητικού κατεστημένου, σε συμπαιγνία με τους «μπάχαλους» και ορισμένες «αριστερές» νεολαίες. Μας τον ξαναέφερε στη μνήμη η επανάληψη της κυβερνητικής δημαγωγίας περί του πανεπιστημιακού ψευτοασύλου. Κανένα ίσως απομεινάρι της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν συμβολίζει κατά τρόπο τόσο απόλυτο και καθαρό την αδυναμία αυτής της χώρας να σηκωθεί και πάλι όρθια, χωρίς να σέρνεται, να οπισθοδρομεί, και να βραχυκυκλώνεται σε ζητήματα του παρελθόντος. Το «άσυλο» ήταν δημοκρατικό αίτημα όταν παραβιαζόταν από τη μετεμφυλιακή και δικτατορική εξουσία. Κατακτήθηκε και επιβλήθηκε χάρη στους δημοκρατικούς αγώνες. Καταπατήθηκε γρήγορα από τις αριστερές δυνάμεις που τώρα αυτές με τη σειρά τους απέκλειαν από τον πανεπιστημιακό χώρο τους ιδεολογικοπολιτικούς τους αντιπάλους. Και καταλύθηκε πλήρως τα τελευταία χρόνια όταν έγινε προκάλυμμα της τρομοκρατίας, του εκφοβισμού, της βίας, και του ποινικού πλέον εγκλήματος. Σήμερα, όχι ο δεξιός, ή ο κεντρώος πολιτικός, αλλά ούτε ο Τσίπρας δεν μπορεί να πάει σε πανεπιστημιακή εκδήλωση χωρίς ειδική προετοιμασία περιφρούρησης.
Τι δείχνει αυτή η συνεχής επαναφορά της δημαγωγίας περί του ψευτοασύλου; Ασφαλώς δεν έχει σχέση με την έγνοια για την ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών. Είναι μήπως σεβασμός της ιστορικής μνήμης; Καθηλωμένης έστω μνήμης που αδυνατούμε να επεξεργαστούμε; Αστεία πράγματα. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης αποδοκιμάζει. Πρόκειται απλώς για την καπήλευση της ιστορικής μνήμης από μια πολιτική εξουσία που έχει χάσει την ιδεολογική της ταυτότητα και καταφεύγει σε ψιμύθια. Πρόκειται για τον μαρασμό μιας αριστερής πανεπιστημιακής παράταξης που κάποτε ηγεμόνευε στον καθηγητικό κόσμο αλλά τώρα είναι μειοψηφία και προσπαθεί να κρατηθεί. Πρόκειται για ένα κυβερνητικό κόμμα που, επειδή η νεολαία του είναι περιθωριακή στα πανεπιστήμια, φτιάχνει μια άτυπη συμμαχία με αυτό το νέο ελληνικό είδος, τους κρατικοποιημένους αναρχικούς, με στόχο να απειλούν από κοινού τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να σαμποτάρουν την αναγέννηση των ΑΕΙ.
Η δημαγωγία περί του ασύλου που συνδυάστηκε με τον νόμο της οπισθοδρόμησης των ΑΕΙ-ΤΕΙ είναι χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, του ιδεολογικού του μετεωρισμού, αλλά και ενός βαθύτερου αποσυντονισμού των κοινωνικών θεσμών που προκαλείται από τα δύο προηγούμενα. Ο τρόπος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ έχει μορφοποιηθεί ευδιάκριτα πλέον σε ένα δίπολο υποταγής και «εχθροπάθειας», υποταγής και συνεχούς αναζήτησης εχθρών. Υποταγής όχι «στα Μνημόνια» όπως οι ίδιοι έλεγαν παλαιότερα, αλλά στα Μνημόνια χωρίς εθνική στρατηγική (υπογράφουν ό,τι τους δώσουν, λένε οι πρώην σύντροφοί τους). Υποταγής όμως και στα εσωτερικά κατεστημένα: την εκκλησιαστική Ιεραρχία, τους εθνικιστικούς κύκλους στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής όπως φάνηκε στο Κυπριακό, στους δεξιούς μηχανισμούς του δικαστικού σώματος και των Ενόπλων Δυνάμεων. Οσο η υποταγή παγιώνεται τόσο η εχθροπάθεια, η πόλωση και η επιθετικότητα των κυβερνώντων αυξάνονται. Σαν αντίδραση στην αυτοδιάψευση, αλλά και σαν εξουσιαστική νοοτροπία που φλερτάρει συνεχώς και εγγενώς με την επιβολή και τη χειραγώγηση. Σύμπτωμα αυτού του τρόπου και του ήθους διακυβέρνησης είναι η καφκική καταδίωξη του κ. Γεωργίου, και από κοντά των κκ. Χαρδούβελη και Σαββαΐδου (πληροφοριακά, οι αυτουργοί των Greek Statistics χαίρουν άκρας υγείας). Πίσω από αυτή τη νοοτροπία βρίσκεται προφανώς μια «δημοψηφισματική», λαϊκιστική αντίληψη της δημοκρατίας, που αδιαφορεί για τον χωρισμό των εξουσιών, τις αυτονομίες της κοινωνίας και τον σεβασμό των θεσμών. Πολλοί υπερβάλλουν προβλέποντας μια μονιμότερη αυταρχική υποτροπή, ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν έχει τη δύναμη για κάτι τέτοιο, ούτε θα συμφωνούσε η πλειοψηφία του κόσμου του σε μια τέτοια εξέλιξη. Η υποβάθμιση όμως των θεσμών επί διακυβερνήσεώς του γίνεται καθημερινά εμφανέστερη.
Το δίπολο υποταγής – εχθροπάθειας στην κυβερνητική πρακτική εκφράζει την κρίση ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρόσφατες ιστορίες με τον Βαρουφάκη, τη Ρωσία, τη Βενεζουέλα και τα συναφή δεν δείχνουν μόνο πόσο κοντά βρεθήκαμε σε μια εθνική καταστροφή, αλλά και πόσο συγκεχυμένο είναι το ιδεολογικό πλαίσιο που εμπνέει τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Η πορεία προσαρμογής που έκτοτε ακολούθησαν δεν έχει νέες σταθερές ιδεολογικοπολιτικές αναφορές. Η συζήτηση για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει σοσιαλδημοκρατικός ή όχι δεν ακουμπά την ουσία του προβλήματος. Η ουσία είναι αν θα καταφέρει να μη γίνει «δηλιγιαννικός». Δηλαδή, αν θα καταφέρει να γίνει κάτι διαφορετικό από μια καθεστωτική ομάδα που αναπαράγει τις πιο αρνητικές όψεις της παραδοσιακής ελληνικής πολιτικής ζωής. Απ’ όσο φαίνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποφασίσει για τη νέα του φυσιογνωμία όταν βρεθεί εκτός εξουσίας και το κριτήριο της απόφασης θα είναι το είδος της αντιπολίτευσης που θα ασκήσει. Ο σημερινός μετεωρισμός, αλλά και η μελλοντική απάντηση στην κρίση ταυτότητας του κόμματος αφορά πρωτίστως τη γενιά του Τσίπρα, και θα δοθεί από την ηγετική ομάδα Τσίπρα. Μέχρι τότε όμως, η ιδεολογική του σύγχυση βλάπτει σοβαρά τη χώρα. Γιατί αυτό το συνονθύλευμα μισο-Μαδούρο, μισο-Μέρκελ, επιβεβαίωσε μεν την έκδηλη επιθυμία για εξουσία, αλλά δεν εξασφαλίζει μια συνεκτική εθνική στρατηγική ανασυγκρότησης.
Πράγματι, ο αντιφατικός τρόπος διακυβέρνησης και η ιδεολογική σύγχυση καταλήγουν σε αντικρουόμενες δημόσιες πολιτικές που δεν περιορίζονται στις «διαφωνίες» ή στον καιροσκοπισμό των διαφόρων υπουργών. Αντιθέτως, παίρνουν διαστάσεις λειτουργικού αποσυντονισμού και συστημικής απόκλισης των πολιτικών που εφαρμόζουν βασικοί θεσμοί από τους οποίους εξαρτάται η εθνική ανασυγκρότηση. Το διαπιστώνουμε καθημερινά. Η πολιτική για μια βιώσιμη και σταθερή οικονομική ανάπτυξη έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την οπισθοδρόμηση του πανεπιστημίου. Η προσπάθεια να ενταχθεί η Ελλάδα στον χάρτη των υγιών άμεσων διεθνών επενδύσεων συγκρούεται μετωπικά με τις πολιτικές παρεμβάσεις στο δικαστικό σύστημα. Η γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας στην περιοχή θα βελτίωνε πολλαπλώς τη διεθνή μας εικόνα, αλλά σαμποτάρεται ευθέως από τον χειρισμό των λεγόμενων «εθνικών θεμάτων». Και τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν.
Αυτή η αντιφατικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο που χρειάζεται η Ελλάδα προκειμένου να διαμορφώσει μια νέα στρατηγική εθνικής ανασυγκρότησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σήμερα αυτές τις προϋποθέσεις. Είναι ο εκφραστής του εθνικού σουρσίματος, της σπασμωδικής ανάκαμψης και του διαρκούς κινδύνου οπισθοδρόμησης. Απέφυγε τελικά το καλοκαίρι του 2015 να ρίξει το καράβι στα βράχια, ενσωμάτωσε, έστω εν μέρει και παθητικά, τη διαμαρτυρία και τους «Αγανακτισμένους» στη «μνημονιακή πολιτική», απάλλαξε τους δανειστές από τον μπελά να ασχολούνται διαρκώς με την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα πήραν κάτι ψιλά. Αυτά έκανε, αυτά μπορεί.
Αφήνει έτσι έναν τεράστιο λογαριασμό στην Ελλάδα και στις επόμενες κυβερνήσεις, που δεν είναι μόνο οικονομικοκοινωνικός. Αφήνει την υποχρέωση να αναπροσανατολίσουν τους θεσμούς, τις στρατηγικές κατευθύνσεις στους κρίσιμους τομείς και να συνενώσουν μια βαθιά διχασμένη χώρα σε μια στοιχειώδη συναντίληψη για το μέλλον. Να συμπαρασύρουν ευρύτερες από το «φιλευρωπαϊκό μπλοκ» δυνάμεις στην κανονικότητα μιας ευρωπαϊκής κοινωνικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου