Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια χώρα σε παρακμή. Πράγματι, μια οικονομία της στασιμοχρεοκοπίας πόρρω απέχει από να θεωρηθεί πως υπερβαίνει τις οδύνες της. Ούτε ορισμένα σημαντικά δημόσια έργα (που χρηματοδοτούνται από τους ευρωπαίους φορολογουμένους κατά κύριο λόγο) ή οι λίγες εμβληματικές επιχειρήσεις που άντεξαν και ανασυγκροτούνται σήμερα δεν αρκούν για να μιλήσουμε για ανάκαμψη. Οσο για τις εκποιήσεις τομέων της οικονομίας, γης, υποδομών και τη δέσμευση της δημόσιας περιουσίας στο σκανδαλώδες Υπερταμείο, μοιάζουν με διαδικασίες αναπόφευκτες μετά την ταπεινωτική ήττα του εθνικιστικού τυχοδιωκτισμού του 2015, δεν παύουν όμως να έχουν αποικιακή απόχρωση και να μην εγγυώνται εθνική ανάταξη και εγχώρια ευημερία.

Ωστόσο η χώρα δεν είναι σε παρακμή. Τα δημοσιονομικά δεδομένα μοιάζουν να εμπεδώνουν μια κάποια ασφάλεια έναντι του κινδύνου μιας άμεσης χρεοκοπικής υποτροπής, παρότι το πρόσφατο φλέρτ με τις διεθνείς αγορές μοιάζει περισσότερο με προξενιό χωρίς πραγματική προοπτική. Ολα αυτά, εξάλλου, εξαρτώνται από μια παρανοϊκή υφαρπαγή του διαθέσιμου εισοδήματος των ενεργών οικονομικών δυνάμεων μέσω ενός δυναστικού πλέγματος φόρων, εισφορών και τραπεζικών προμηθειών που μικραίνει την ίδια την αίσθηση του μέλλοντος.

Η φθοροποιός ροπή, αυτή που όπως λέγαμε κάνει πολλούς να αναφωνούν «παρακμή!», εκτείνεται πέραν αυτών των αφηρημένων περιγραφών. Η φτώχεια και η ευθραυστότητα σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού αυξήθηκε δραματικά μετά τη χρεοκοπία του 2010 για να κορυφωθεί ως ζόφος με την υποτροπή της κρίσης που προκάλεσε η κυβέρνηση από τότε που ανέλαβε. Ενα μοντέλο ενδοοικογενειακής αλληλεγγύης που ρηγματώνεται βαθιά και μια μεγάλη μητροπολιτική κρίση στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αυτά ζούμε.

Δύο πόλεις σε απώλεια στήριξης, με μεγάλες ζώνες να εγκαταλείπονται σε νέους πληθυσμούς που άθελά τους σπάνε την αίσθηση πολιτισμικής συνέχειας και ασφάλειας, σφαίρες αδέσποτες που σκοτώνουν μαθητές σε σχολικές εορτές, βίαιες ομάδες που κατακτούν εδάφη σε ένα «Μad Μax» εσωτερικής καύσης και έναν αστικό διάκοσμο που παραπέμπει σε ερείπια. Αυτά τα ερείπια που τόσο λατρεύουν η παγκοσμιοποιημένη ριζοσπαστική – ελευθεριακή ελίτ των τεχνών και του στοχασμού και οι μικροαστοί ακόλουθοί της, που με την ασφάλεια του οριενταλισμού και της ευτεταγμένης ζωής τους και με τον φτηνό ναύλο που εξασφαλίζει η νεοφιλελεύθερη – αντιεργατική απελευθέρωση των αιθέρων αποθεώθηκαν σε μια Αθήνα-Ντοκουμέντο-α.

Ομως αυτή η περιγραφή μιας αποπνικτικής συνθήκης, όπως συμπληρώνεται από την απειλή κατά των δημοκρατικών θεσμών και τον λόγο μίσους που εκφέρουν οι κυβερνώντες κατά των αντιπάλων τους μέσα στην κοινωνία, η προγραμματισμένη –από το αχρείαστο τρίτο Μνημόνιο –πτώση των εισοδημάτων και η αδυναμία να προβάλουμε τις ζωές μας στο μέλλον σημαίνουν όντως μια κοινωνία σε παρακμή;

Νομίζω ότι η ορθότερη περιγραφή της κατάστασής μας είναι εκείνη της διπλής κοινωνίας. Μιας χώρας που, σε ήπια εκδοχή, δομείται κατά τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε μια κοινωνία διπλού νομίσματος. Μια χώρα που διαιρείται σε δυο νομισματικο-κοινωνικούς κύκλους: τον κύκλο του ευρώ και τον κύκλο μιας συγκεκαλυμμένης δραχμής. Αυτό το φαινόμενο έχει δυο μήτρες και ισάριθμους κοινωνικούς φαινοτύπους. Εκείνους που αναγκαστικά ζουν μέσα από το ελεγχόμενο τραπεζικό σύστημα, που συναλλάσσονται φανερά και υπερφορολογούνται εξοντωτικά από τη μια και όσους κινούνται σε παράλληλες συναλλαγές, μικρές ή μεγάλες, εκτός τραπεζο-κρατικού ελέγχου, παρακάμπτοντας τις ενδιάμεσες φορολογίες, από την άλλη. Η εκροή δισεκατομμυρίων από τις ελληνικές τράπεζες το 2014-15 που προκάλεσε η προδιαγεγραμμένη συγκρουσιακή πορεία της χώρας ενάντια στους δανειστές και η αμήχανη ανοχή της ΕΚΤ έχουν πολλά να πουν για την εξέλιξη αυτή.

Η διαίρεση αυτή μπορεί να είναι αόρατη διά γυμνού οφθαλμού, αλλά δείχνει ικανή να μακροημερεύσει αν δεν αντιστραφεί ριζικά η οικονομική, κοινωνική και πολιτική μηχανική που την αναπαράγει. Η διατήρηση μεγάλων κοινωνικών πληθυσμών υπό το κράτος της φορολογίας και τον κρατικό υπερ-έλεγχο της περιουσίας τους, η υποταγή τους σε πολυποίκιλα χρέη, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη από την πλευρά των πιστωτών κάθε απαίτησης εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας προς όφελος μιας κυνικής εξασφάλισής τους, καθιστά το ευρώ νόμισμα μιας μερίδας μόνο του πληθυσμού και ενισχύει θεμελιώδεις και παλιές ανισότητες και δυσμορφίες του ελληνικού μοντέλου.

Είναι το σημείο όπου η γέννηση αυτής της δραχμικής υπο-κοινωνίας εντός ευρώ συναντά την έτερη καταγωγή της διττότητας και της θεσπισμένης ανισότητας. Τη συνοριακή γραμμή που ιστορικά χωρίζει εκείνους που απολαμβάνουν τα προνόμια της κρατικής μισθοδοσίας ή/και τη θεσμική προστασία επαγγελματικών προσόδων (τους insiders) και εκείνους που παραμένουν αποκλεισμένοι από αυτές τις πρόνοιες (τους outsiders). Σήμερα, η διάμετρος του πρώτου κύκλου έχει μικρύνει (όπως και οι απολαβές των μετεχόντων σε αυτόν), μα το σύνορο έχει γίνει πιο σκληρό, με τις επιπτώσεις της συμμετοχής στον δεύτερο κύκλο να έχουν χειροτερέψει: Με άλλα λόγια, όσους από τους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης και της ρευστής ζωής της εξοικονομεί ο πρώτος κύκλος για τον εαυτό του, τους αποστέλλει πολλαπλασιασμένους στα «μέλη» του δευτέρου.

Πάνω σε αυτό τον διπλό άξονα διαιρέσεων και ανισοτήτων και στην κοινωνική λογική που επιβάλλει παράγονται και άλλα πολλά αντιθετικά ζεύγματα που διασπείρουν σκληρές κοινωνικές-ταξικές διαφορές. Εκείνοι που υφίστανται ένα κακό δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο, της εξίσωσης προς τα κάτω και της βέβαιης ανεργίας και εκείνοι που απέδρασαν στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, στα ξένα σχολεία και εντέλει στο εξωτερικό για τις σπουδές τους. Εκείνοι που ζουν σε εγκαταλειμμένες συνοικίες στο έλεος της μαφίας ή που νιώθουν ότι η γειτονιά τους έχει καταληφθεί από ξένους και οι κοσμοπολίτες που κατοικούν στις hype ή απλώς ασφαλείς περιοχές των πόλεων κ.λπ.

Με άλλα λόγια, μέσα από τη διττότητα του σήμερα δεν βιώνουμε μια παρακμή του έθνους, μα την παρακμή της μεσαίας τάξης, του ευρύχωρου βιωματικού της μοντέλου, της πολιτισμικής της πολυσημίας και της δημοκρατικής της κανονικότητας.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών