Την πρώτη Αυγούστου συμπληρώθηκαν δεκαεπτά χρόνια από όταν έφυγε από τη ζωή ο Τάσσος Φαληρέας.
Ο Τάσσος Φαληρέας –το Τάσσος πάντοτε με δύο σίγμα –είναι από εκείνες τις προσωπικότητες που, μολονότι άσκησαν ιδιαίτερη επιρροή στον καιρό τους και μπόλιασαν όσους τις συναναστράφηκαν, δύσκολα γίνονται γνωστές στους μεταγενέστερους. Ο λόγος; Δεν έχουν αφήσει συγκεκριμένο, χειροπιαστό έργο.
Στην ίδια χορεία ανήκει ο προφορικός φιλόσοφος Γιώργος Μακρής, ο οποίος δίδασκε κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 στα καφενεία των Αθηνών –κρεμόταν το ακροατήριο από τα χείλη του –και φούνταρε από την ταράτσα του σπιτιού του λίγο μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο Μίμης Δεσποτίδης, ο πιο εναργής και ευαίσθητος από τους Αριστερούς της πρώτης μετεμφυλιακής γενιάς, ο οποίος ενέπνευσε –λένε –τον Πέτρο στον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» της Αλκης Ζέη. Πριν από εκείνους ο Γιώργος Κατσίμπαλης, βιβλιογράφος του Κωστή Παλαμά, ψυχή της λογοτεχνικής γενιάς του 1930 και ας μην υπήρξε ο ίδιος ούτε ποιητής ούτε συγγραφέας, το μεγαλείο του οποίου ευτύχησε να απαθανατίσει ο Χένρι Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού». Ποιος από τους αναγνώστες θα ξεχάσει τον Κολοσσό –έναν αστό Ζορμπά προγενέστερο από τον Ζορμπά του Καζαντζάκη –να σκαρφαλώνει με τον αμερικανό φίλο του στον βράχο της Ακρόπολης και κικιρίζοντας στεντόρεια να ξυπνάει όλα τα κοκόρια της Αθήνας;
Γεννημένος το 1940 ο Τάσσος Φαληρέας, από πατέρα ο οποίος διατηρούσε στην οδό Ερμού εμπορικό με νυφικά και μπομπονιέρες, διδάχθηκε τα πρώτα του αγγλικά στο Κολλέγιο Αθηνών προτού εκδιωχθεί από εκεί με τις κλωτσιές εξαιτίας της εντελώς απείθαρχης συμπεριφοράς του. Υπηρέτησε ευδοκίμως στον ελληνικό στρατό και στη συνέχεια έφυγε για την Αμερική, όπου ερωτεύτηκε –ή και παντρεύτηκε –σύμφωνα με διήγησή του τη θυγατέρα του γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος. Στην Αμερική τον συνεπήραν η ροκ καθώς και το κίνημα των μπίτνικς, που τότε σάρωνε τη λογοτεχνική τάξη πραγμάτων.
Επαναπατριζόμενος κατά την ελληνική άνοιξη των ’60ς, πρωτοστάτησε σε μια ευρεία παρέα μετεφήβων, οι οποίοι περιφρονούσαν τόσο το «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» της Δεξιάς όσο και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τον πουριτανισμό της Αριστεράς. Επαιρναν τη σκυτάλη από τα ιερά τέρατα της προπολεμικής περιόδου –τον Γιώργο Σεφέρη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γιάννη Τσαρούχη –και ονειρεύονταν μια πατρίδα ανοιχτή, κοσμοπολίτικη, πόλο έλξης για την παγκόσμια διανόηση και τέχνη, όπου τα πάντα να ‘ναι στην κυριολεξία «ζήτημα φωτός». Ο Κώστας Ταχτσής, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Δημήτρης Πουλικάκος κι αυτός ακόμα ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Εξέδωσαν, με τις ευλογίες του Σεφέρη, το ρηξικέλευθο περιοδικό «Πάλι» –στα λίγα τεύχη του βρίσκει κανείς το απαύγασμα της τότε πρωτοπορίας. Σε μια έκρηξη βιτριολικού χιούμορ, οργάνωσαν ένα βράδυ στους δρόμους του Κέντρου την περιφορά του «Ιερού κωλοδάχτυλου», σκανδαλίζοντας τους καθωσπρέπει Κολωνακιώτες. Η Χούντα τούς σάρωσε.
Με τη Μεταπολίτευση, ο Τάσσος Φαληρέας έγινε διευθυντικό στέλεχος δισκογραφικών εταιρειών –«έπρεπε να βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη, για το χατίρι αν μη τι άλλο της πρώτης κόρης μου» -, δαιμόνιος κυνηγός νέων τραγουδοποιών και φρέσκων ήχων. Εκείνος άλλωστε ήδη είχε επισημάνει και εργαστεί σκληρά για να επιβάλει τον Διονύση Σαββόπουλο. Ξεκίνησε, παράλληλα, μαζί με τον αδελφό του Γρηγόρη, το δισκάδικο POP11 καθώς και την ετικέτα «Αδελφοί Φαληρέα», υπό την οποίαν κυκλοφόρησαν μοναδικής αξίας ηχογραφήματα, από τα ρεμπέτικα της Αμερικής έως το μοναδικό «live» του Μάρκου Βαμβακάρη. Το POP11, ένα υπερυψωμένο ισόγειο στην οδό Δημοκρίτου, ήταν αληθινό χρυσωρυχείο για κάθε έλληνα μουσικόφιλο που διψούσε, στους προ Διαδικτύου καιρούς, για διεθνή ακούσματα. Διέθετε δίσκους εισαγωγής σε απολύτως προσιτές τιμές –εάν έβλεπε ο Τάσσος τη λάμψη στα μάτια σου, σού τους χάριζε κιόλας.
Από τη Δήμητρα Γαλάνη μέχρι την Πίτσα Παπαδοπούλου κι απ’ τα Παιδιά από την Πάτρα έως τον Νίκο Πορτοκάλογλου και τον Φοίβο Δεληβοριά, δεκάδες δημιουργοί και ερμηνευτές αναδείχθηκαν είτε καθοδηγήθηκαν από τον Τάσσο Φαληρέα. Κατά κανόνα τού το αναγνωρίζουν, τον μνημονεύουν με σεβασμό και με αγάπη.
Ο Τάσσος Φαληρέας ωστόσο στάθηκε κάτι πολύ περισσότερο από λαγωνικό μουσικών ταλέντων. Ηταν ο ιδεώδης συνομιλητής, εμψυχωτής, συμπαραστάτης. Διαγίγνωσκε την όποια κλίση σου πριν από σένα και την ενίσχυε, μπολιάζοντάς σε με αυτοπεποίθηση, τραβώντας σου ενίοτε και τα γκέμια, άμα σε έβλεπε να ξεφεύγεις. Είχε ένα γνήσιο όραμα για την Ελλάδα και μπορούσε να σε εντάσσει μέσα σε αυτό. Για τον εαυτό του δεν φιλοδοξούσε τίποτε, ακριβώς επειδή είχε αξιωθεί τα πάντα: μια ελεύθερη και πλούσια σε συγκινήσεις ζωή.
Ο Τάσσος Φαληρέας, η Μάνια Καραϊτίδη της «Εστίας» και ελάχιστοι ακόμα από τον χώρο του βιβλίου, του κινηματογράφου και των εικαστικών, διετέλεσαν οι αληθινοί υπουργοί Πολιτισμού των τελευταίων πενήντα χρόνων.
Η Ελενα και η Ζαΐρα μπορούν και πρέπει να είναι βαθιά υπερήφανες για τον μπαμπά τους.