Το γεγονός από μόνο του κινείται στο πλαίσιο γνωστών αφηγήσεων. Μια ομάδα άσχετων, ανίδεων και ασυνείδητων ανθρώπων στήνει ένα παρανοϊκό κόλπο με αποκλειστικό όπλο την έλλειψη επίγνωσης, ορίων κι ενδοιασμών που τη χαρακτηρίζει.
Δεν είναι οι πρώτοι. Από την αλληγορία του πλοίου στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα έως «Το πλοίο των τρελών» (1494) του Σεμπάστιαν Μπραντ, φτάνοντας στη «Συνωμοσία των ηλιθίων» (1980) του Τζον Κένεντι Τουλ, το μοτίβο κάποιων ανόητων που συνασπίζονται για έναν αμφιλεγόμενο σκοπό και τελικά αποτυγχάνουν μέσα στην ανοησία τους έχει γνωρίσει πολλές αναπαραγωγές.
Ισως η πιο απολαυστική εκδοχή είναι ο «Κλέψας του κλέψαντος», η κινηματογραφική κωμωδία του Μάριο Μονιτσέλι (1958). Εκεί μια παρέα ρεσταρισμένων και γραφικών μικροαπατεώνων προετοιμάζει ένα μεγάλο κόλπο που ξεπερνάει τα μέτρα τους, τη ληστεία μιας τράπεζας.
Η εξέλιξη είναι αναμενόμενη. Αλλά η αφήγηση ξεκαρδιστική.
Η εκδοχή ΣΥΡΙΖΑ όπως την παρουσιάζει ο Βαρουφάκης είναι λιγότερο ξεκαρδιστική. Οχι μόνο επειδή η οπερετική συνωμοσία κατά της πραγματικότητας που αφηγείται έπαιξε στα ζάρια μια ολόκληρη χώρα. Αλλά κι επειδή το κόστος του φιάσκου ήταν και παραμένει μεγάλο.
Δεν θα σταθώ στο βιβλίο –ούτως ή άλλως δεν το συνιστώ για θερινό ανάγνωσμα.
Επί της ουσίας δεν παρουσιάζει κάποιο λογοτεχνικό ή επιστημονικό ενδιαφέρον. Είναι ακριβώς σαν τον συγγραφέα του: πομπώδες, ξιπασμένο και παραληρηματικό.
Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέσαι πώς προέκυψε αυτός ο άνθρωπος καθηγητής πανεπιστημίου, για να μην πω υπουργός Οικονομικών.
Από την άλλη, όμως, είναι μια προσωπική μαρτυρία που έχει αδιαμφισβήτητη αξία αν λάβουμε υπόψη δύο πράγματα.
Πρώτον, έως τώρα η αφήγηση Βαρουφάκη δεν έχει διαψευστεί ούτε αμφισβητηθεί σε συγκεκριμένα σημεία της από τον Πρωθυπουργό ή την κυβέρνηση. Υποθέτω ότι φοβούνται πως τους έχει μαγνητοφωνήσει και δεν ξέρουν τι ακριβώς έχει μαγνητοφωνήσει.
Γι’ αυτό απαντούν με αμήχανες υπεκφυγές τύπου «βίπερ – νόρα» και «καλές πωλήσεις». Απορία: γιατί να εύχεσαι «καλές πωλήσεις» σε ένα βιβλίο που σε κάνει ρόμπα;
Δεύτερον, πολλά σημεία της αφήγησης επιβεβαιώνονται και από άλλους πρωταγωνιστές της εποχής, όπως π.χ. από τον Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ, τον Γκλεν Κιμ (σύμβουλοι και οι δύο της κυβέρνησης) αλλά και άλλα πολιτικά στελέχη τού τότε ΣΥΡΙΖΑ.
Ούτως ή άλλως, η γενική εικόνα που σχηματίζεται είναι ανατριχιαστική. Η αφήγηση του Βαρουφάκη παραπέμπει περισσότερο σε συμμορία που πασχίζει να επιβάλει την κυριαρχία της παρά σε κόμμα που πολιτεύεται σε δημοκρατική χώρα.
Αδίστακτοι; Ενδεχομένως. Ανεπαρκείς; Σίγουρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι την πιο κρίσιμη περίοδο ανέθεσαν το πιο κρίσιμο υπουργείο στο πιο απίθανο άτομο μόνο και μόνο επειδή τους πούλησε μούρη.
Αν κατάλαβα καλά, τους εντυπωσίαζαν οι μπαρούφες που αράδιαζε με στόμφο κι άλλωστε ήταν ο μόνος που μιλούσε καλά αγγλικά, αν και με ελαφρά προφορά Αυστραλίας!
Η άγνοια ή η απειρία όμως δεν αποτελούν επαρκή ελαφρυντικά.
Η διαβούλευση Βαρουφάκη, Τσίπρα, Δραγασάκη, Τσακαλώτου και Παππά για την τύχη του Στουρνάρα θυμίζει περισσότερο «Νονό Νο 2» με τον Αλ Πατσίνο. Είναι ο κυνισμός του Μάικλ Κορλεόνε χωρίς την εγκεφαλικότητα του Ντον Βίτο.
Η εισήγηση του Βαρουφάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο της 14ης Απριλίου 2015, που περιγράφει πώς θα εκβιάσουν τον Ντράγκι και τη Μέρκελ, μοιάζει βγαλμένη απευθείας από συνεδρία ψυχιατρικής κλινικής.
«Αν η Μέρκελ μας βγάλει από το ευρώ», εξηγεί ο Βαρουφάκης στους άσχετους που τον ακούν άφωνοι, «δεν θα πάμε να την ικετέψουμε αλλά θα καταφύγουμε απρόθυμα στο Plan X». Λες κι αν η Μέρκελ μας βγάλει από το ευρώ, τρεις σκασίλες έχει αν θα καταφύγουμε κάπου πρόθυμα ή απρόθυμα.
Αποκορύφωμα της παράνοιας, ο φόβος του Τσίπρα για ενδεχόμενο πραξικόπημα Παυλόπουλου – Καραμανλή, το οποίο θα τον έστελνε στο Γουδή –υποθέτω σε πρωτότυπο σενάριο Μελ Μπρουκς!
Ολα αυτά είναι παρελθόν, θα μου πείτε. Σωστά. Αλλά «ένα παρελθόν που δεν θέλει να περάσει» για να δανειστώ την έκφραση του Ερνστ Νόλτε.
Κι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους.
Πρώτον επειδή η κυβέρνηση προσπαθεί με διάφορα προσχήματα να αποφύγει τις εξηγήσεις και τη λογοδοσία.
Ενδεχομένως φοβάται. Ξέρει πράγματα που δεν ξέρουμε.
Κατανοητό αλλά αδιάφορο. Η θεωρία πάντως ότι όλα αυτά είναι «περασμένα, ξεχασμένα» επειδή κρίθηκαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 κυκλοφορεί μόνο για γέλια.
Διότι οι εκλογές δεν είναι κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Αν ήταν έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μας ζάλιζε τον έρωτα με τη Siemens ή την Υγεία ή τα εξοπλιστικά ή τις ευθύνες της χρεοκοπίας. Τόσες εκλογές έχουν μεσολαβήσει από τότε, αλλά ποτέ δεν μηδενίστηκε το κοντέρ –και λογικά.
Δεύτερον, επειδή οι αντίπαλοι της κυβέρνησης (και είναι πολλοί…) έχουν κάθε λόγο να συντηρήσουν το θέμα.
Με πρώτο τον Βαρουφάκη, που μάλλον ετοιμάζεται να δραστηριοποιηθεί πολιτικά –ενδεχομένως όταν αρχίσουν να κυκλοφορούν και κασέτες…
Η υπόλοιπη αντιπολίτευση δεν έχει παράπονο: χειροκροτεί το δωρεάν βούτυρο που αλείφουν στο ψωμί της οι συμπλεκόμενοι πρωταγωνιστές μιας κωμικοτραγικής συνωμοσίας.
Το αποτέλεσμα είναι περίπου προδιαγεγραμμένο κι αναπόφευκτο.
Το πρώτο ημίχρονο της διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα οδηγηθεί αργά ή γρήγορα αν όχι στο Ειδικό Δικαστήριο (όπως διεκδικεί ο Βαρουφάκης), τουλάχιστον σε μια Εξεταστική Επιτροπή.
Είτε τώρα. Είτε μετά τις εκλογές. Το επιβεβαίωσε και ο Μητσοτάκης στη Βουλή.
Είναι προφανές πως κάθε συνετός πολίτης θα προτιμούσε η υπόθεση να εκκαθαριστεί τώρα.
Οχι μόνο για να μην αφεθεί η διερεύνησή της σε μια επόμενη και μάλλον διαφορετική πλειοψηφία. Ούτε απλώς επειδή η δημοκρατία δεν αντέχει σκελετούς στο ντουλάπι της.
Αλλά κυρίως επειδή ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε λόγο να εκθέσει τα (έστω παιδικά…) αμαρτήματά του για να δείξει ότι διδάχτηκε από αυτά.
Υστερα από τόσα ψέματα, θα είναι μια στοιχειώδης πράξη ειλικρίνειας, ευθύνης αλλά και πολιτικής απελευθέρωσης. Ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο. Ακόμη και στην προοπτική μιας βαριάς ήττας.
Διαφορετικά ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει αναπολόγητος. Και τότε η ήττα θα μοιάζει περισσότερο με ανεπανόρθωτη συντριβή.