Ενας γάλλος freelance δημοσιογράφος, ο 27χρονος Λου Μπιρό προστέθηκε την Τετάρτη στον μακρύ κατάλογο των δημοσιογράφων που κρατούνται στην Τουρκία κατηγορούμενοι για «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση». Σε περισσότερους από 160 τους υπολογίζουν οργανώσεις όπως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, που χαρακτηρίζουν ανοιχτά την Τουρκία ως τη «μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων στον κόσμο». Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι κρατούμενοι είναι Τούρκοι, στις τουρκικές φυλακές παραμένουν ωστόσο και δύο γερμανοί δημοσιογράφοι, ο Ντενίζ Γιουτζέλ και η Μεσάλε Τόλου. Τους τελευταίους δέκα μήνες ακόμη δύο Γάλλοι, ο δημοσιογράφος Ολιβιέ Μπερτράν και ο φωτογράφος Ματιά Ντεπαρντόν συνελήφθησαν και κρατήθηκαν, για τρεις ημέρες ο πρώτος, για έναν μήνα ο δεύτερος, προτού απελαθούν τελικά στη Γαλλία. Οι δικηγόροι του Μπιρό, ο οποίος συνελήφθη 26 Ιουλίου στην επαρχία Σιρνάκ, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ και τη Συρία, θεωρούν ότι αυτή τη φορά, η κατάσταση είναι ακόμα πιο ανησυχητική: στον 27χρονο απαγγέλθηκαν αυτή την εβδομάδα και επισήμως κατηγορίες.

Ο πρώην πρόεδρος της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ – έγραφε τις προάλλες στην αγγλόφωνη έκδοση της «Χουριέτ» ο αρθρογράφος Σεμίχ Ιντίζ – είπε πρόσφατα πως οι δημοσιογράφοι που δικάζονται δεν πρέπει να φυλακίζονται. Εκανε τη δήλωση αυτή απαντώντας σε ερώτηση για τη δίκη 19 δημοσιογράφων εργαζομένων στην «Τζουμχουριέτ» για «υποστήριξη ένοπλων τρομοκρατικών οργανώσεων», που άρχισε στις 24 Ιουλίου στην Κωνσταντινούπολη προσελκύοντας διεθνή προσοχή και καταδίκες. Ο Γκιουλ πιστεύει ότι το να περνάνε δημοσιογράφοι από δίκη χωρίς να καταδικάζονται «θα μειώσει την πίεση στην κυβέρνηση εντός και εκτός των τειχών». «Είναι να αναρωτιέται κανείς», σχολίασε ο Ιντίζ, «αν έκανε αυτή τη δήλωση υποκινούμενος από δημοκρατικά ένστικτα ή μόνο για “να μειωθεί η πίεση στην κυβέρνηση”». Αλλωστε ο πρώην πρόεδρος της χώρας παραμένει απόλυτα αφοσιωμένος στο AKP, το κόμμα που συνίδρυσε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. «Σε πείσμα λοιπόν του ισχυρισμού του ότι είναι ένθερμος υποστηρικτής της προηγμένης δημοκρατίας, δεν μπορούσε να βγει και να πει πως η υπόθεση της “Τζουμχουριέτ” συνιστά “αδικία στο εσωτερικό και ντροπή στο εξωτερικό”, όπως έγραψε πρόσφατα ο αρχισυντάκτης της αγγλόφωνης “Χουριέτ” Μουράτ Γετκίν».

Επιπλέον στην Τουρκία, όπως γράφει ο Ιντίζ, πολλοί πιστεύουν ότι η δίκη των δημοσιογράφων της «Τζουμχουριέτ» είναι πολιτική και μέσω αυτής η κυβέρνηση, που στη σημερινή Τουρκία σημαίνει ο πρόεδρος Ερντογάν, προσπαθεί να εκφοβίσει ό,τι απομένει από ελεύθερο Τύπο σε αυτή τη χώρα. Ακόμα και η απόφαση του δικαστηρίου να αφήσει ελεύθερους κάποιους από τους δημοσιογράφους την περασμένη εβδομάδα – παρότι η δίκη τους θα συνεχιστεί – κρατώντας παράλληλα τους πιο γνωστούς στη φυλακή υποδηλώνει πολιτικά κίνητρα.

Η απλή αλήθεια είναι πως, παρότι όλοι όσοι αφέθηκαν ελεύθεροι είναι αξιοσέβαστοι δημοσιογράφοι, είναι ελάχιστα γνωστοί στην Τουρκία, πόσω μάλλον τον κόσμο. Δεν ισχύει το ίδιο για τον Καντρί Γκιουρσέλ και τον Αχμέτ Σικ, δύο από τους δημοσιογράφους που παραμένουν στη φυλακή εν αναμονή της δίκης, που θα επαναληφθεί τον Σεπτέμβριο. Και οι δύο ήταν ευρέως γνωστοί στο αναγνωστικό κοινό επικριτές της κυβέρνησης, πολύ πριν ενταχθούν στην «Τζουμχουριέτ», κάτι που συνέβη στην πραγματικότητα μόλις λίγους μήνες προτού συλληφθούν. Και οι δύο υπήρξαν αγκάθια στα πλευρά της κυβέρνησης με τα εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ τους και τις οξύνοες αναλύσεις τους, ανεξαρτήτως του Μέσου στο οποίο εργάζονταν. Μαζί με τον πρώην αρχισυντάκτη της «Τζουμχουριέτ» Τζαν Ντουντάρ, που έχει βρει καταφύγιο στη Γερμανία, είναι ονόματα που ο κόσμος γνωρίζει και συνδέει όχι μόνο με τη δίκη της «Τζουμχουριέτ» αλλά με το όλο ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου στην Τουρκία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που πολλοί πιστεύουν ότι αυτός είναι ο λόγος που παραμένουν στη φυλακή, ενώ οι συνάδελφοί τους στην ίδια υπόθεση, που αντιμετωπίζουν τις ίδιες κατηγορίες, αφέθηκαν ελεύθεροι.

Η ουσία, καταλήγει ο Σεμίχ Ιντίζ, «είναι πως οι κυβερνώντες την Τουρκία θέλουν να δουν αυτούς τους δημοσιογράφους να τιμωρούνται, ό,τι και αν λέει η διεθνής κοινή γνώμη. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να εξασφαλίσει η τουρκική Δικαιοσύνη, ανεξαρτήτως του πόσο ανακόλουθες είναι οι αποφάσεις της».