Η Βαρσοβία φαίνεται έτοιμη να θέση θέμα επανορθώσεων για τις καταστροφές που υπέστη η χώρα την περίοδο της γερμανικής κατοχής 1939-1945.
Σύμφωνα με βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος PiS, η Επιστημονική Υπηρεσία της πολωνικής βουλής εξετάζει τη νομική υπόσταση του αιτήματος έναντι της Γερμανίας και το πόρισμα θα παρουσιαστεί στις 11 Αυγούστου.
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο ισχυρός άνδρας της πολωνικής πολιτικής, ο πρόεδρος του PiS, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, είχε ανακοινώσει την «ιστορική αντεπίθεση» της χώρας του.
«Μιλάμε για τεράστια ποσά», είχε πει ο κ. Κατσίνσκι σε ραδιοφωνική συνέντευξη, «αλλά και για το γεγονός ότι η Γερμανία αρνούνταν για πολλά χρόνια να αναλάβει την ευθύνη για το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί το ύψος των πολωνικών αξιώσεων. Παλαιότερη εκτίμηση που αφορούσε μόνο τις καταστροφές στη πολωνική πρωτεύουσα Βαρσοβία έκανε λόγο για 45,3 δισ. δολάρια (38 δισ. ευρώ).
Γερμανική κυβέρνηση: «Ρυθμίστηκαν οριστικά στο παρελθόν»
Η πρώτη αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης ήταν να απορρίψει τις πολωνικές αξιώσεις. «Η Γερμανία αναγνωρίζει τις πολιτικές, ηθικές και οικονομικές της ευθύνες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», δήλωσε η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Ουλρίκε Ντέμερ.
Ομως, «το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων για την Πολωνία έχει ρυθμιστεί οριστικά στο παρελθόν – νομικά και πολιτικά». Η κ. Ντέμερ υπενθύμισε ότι εκτός από γερμανικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις το 1953, η Πολωνία είχε «δεσμευτικά δηλώσει» πως παραιτείται από περαιτέρω αξιώσεις.
Την άποψη αυτή απορρίπτει ο πολωνός υπουργός Αμυνας, Αντόνι Ματσιέρεβιτς. Οπως επισήμανε σε ραδιοφωνική συνέντευξη, ως το 1989 η Πολωνία ήταν «κράτος μαριονέτα» που εξαρτιόταν από τη Μόσχα. Και αυτή ήταν που επέβαλε στη Βαρσοβία την παραίτηση από της αξιώσεις έναντι της Γερμανίας.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γερμανοί χρωστούν στην Πολωνία πολεμικές επανορθώσεις», τόνισε.
Με την άποψη αυτή διαφωνεί ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Γόχεν Φρόβαϊν. Οπως επισημαίνει στη Deutsche Welle, ο πρώην αντιπρόεδρος των ερευνητικών ινστιτούτων Max-Planck, δεδομένου ότι πρόκειται για απόφαση ενός και τότε διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, η ρύθμιση του 1953 εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα – ανεξάρτητα από το αν το καθεστώς ήταν τότε κομμουνιστικό και σήμερα όχι.