«Ελεος. Ελεος. Ελεος. Στείλτε πυροσβεστικά αεροπλάνα. Καίγεται όλος ο πλούτος του νησιού. Η κατάσταση παραμένει ακόμα απρόβλεπτη και επικίνδυνη». Στην πρώτη γραμμή του πύρινου μετώπου στο νησί των Κυθήρων ο αντιδήμαρχος Γεώργιος Κομηνός παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την κίνηση δύο πυροσβεστικών αεροπλάνων και συνέχιζε τις εκκλήσεις ώστε να σταλούν περισσότερα εναέρια μέσα. Ανησυχούσε έντονα ότι και η χθεσινή νύχτα θα ήταν πολύ δύσκολη, νύχτα αγωνίας όπως και οι προηγούμενες. Εως το βράδυ της Κυριακής η φωτιά εκτεινόταν σε μεγάλο μέτωπο και παντού υπήρχαν διάσπαρτες εστίες με τον κίνδυνο να απειληθούν ξανά οικισμοί.

Κάτοικοι και αρμόδιοι του δήμου επισημαίνουν ότι είναι η μεγαλύτερη καταστροφή που έχει ζήσει τα τελευταία χρόνια το πευκόφυτο νησί, ενώ ο αντιδήμαρχος ήταν συγκλονισμένος καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι στα δυτικά έχει καεί εξαιτίας των ελλείψεων και των λανθασμένων υπολογισμών.

Η κατάσταση άρχισε να γίνεται ανεξέλεγκτη, όπως καταγγέλλει ο αντιδήμαρχος, εξαιτίας των αναζωπυρώσεων προχθές το μεσημέρι στην αφύλακτη πυρκαγιά, η οποία φαινόταν να περιορίζεται. Τέτοια καταστροφή από τις αναζωπυρώσεις σημαίνει βαριές ευθύνες, σύμφωνα με τον αντιδήμαρχο. «Δεν μπορώ να συγχωρήσω κανέναν γι’ αυτή τη μεταβολή που έχει υποστεί το νησί μου» τονίζει. Πευκόφυτες παρθένες εκτάσεις που δεν είχαν καεί ξανά, αγροτικές περιουσίες, μελίσσια έγιναν παρανάλωμα της καταστροφικής φωτιάς.

«Μαύρη μέρα για το νησί» χαρακτήρισε σε δηλώσεις του ο δήμαρχος του νησιού Ευστράτιος Χαρχαλάκης, ο οποίος το δραματικό τριήμερο έκανε συνεχώς εκκλήσεις να σταλεί βοήθεια σε εναέρια μέσα. Και ενώ η φωτιά συνέχιζε και χθες να κατακαίει εκτάσεις, εκτιμάται ότι περισσότερα από 15.000 στρέμματα αγροτοδασικής έκτασης, σε μέτωπο που έφθανε τα έξι χιλιόμετρα, είχε καταστραφεί.

Η φωτιά μαινόταν την Κυριακή σε δύο κύρια μέτωπα στις περιοχές Πιτσινιάνικα και κοντά στη Μονή Μυρτιδίων. Κάτοικοι που αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από το σπίτι τους σε οικισμούς που βρέθηκαν σε πύρινο κλοιό επέστρεψαν από χθες το πρωί.

Για μια ακόμα φορά οι καιρικές συνθήκες, οι δυνατοί άνεμοι που άλλαζαν συνεχώς κατεύθυνση, τα αεροπλάνα που έπρεπε να αποσυρθούν στις βάσεις τους για να ανεφοδιαστούν, οι μορφολογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, η διασπορά δυνάμεων πυρόσβεσης σε άλλα επικίνδυνα πύρινα μέτωπα στη χώρα αποτέλεσαν, σύμφωνα με τους αρμόδιους, τους κεντρικούς άξονες εξαιτίας των οποίων η φωτιά είχε τέτοια καταστροφική εξέλιξη.
Αν και όπως ανακοινώθηκε η πυρκαγιά αυτή αποτελεί πρώτη προτεραιότητα του Πυροσβεστικού Σώματος και ότι τις επίγειες δυνάμεις συνδράμει από αέρος εκ περιτροπής σχεδόν το σύνολο των εναέριων διαθέσιμων μέσων, τα Κύθηρα μετρούν πληγές και ουδείς αρμόδιος μέχρι αργά χθες το βράδυ δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα τι θα ξημερώσει στο νησί σήμερα.
Οι δυνατοί άνεμοι και η μορφολογία του εδάφους σε καταστροφικές δασικές πυρκαγιές αποτελούν συνήθως το άλλοθι των αρμοδίων για «να κρύψουν κάτω από το χαλί» ελλείψεις σε μέσα, παραλείψεις, δυσχέρειες στον συντονισμό, λάθος εκτιμήσεις ως προς το μέγεθος του κινδύνου, ακόμα και αδυναμίες στην αποτελεσματική αξιοποίηση του υπάρχοντος πυροσβεστικού προσωπικού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις χθες, σύμφωνα με πληροφορίες, πήγε στην περιοχή ελικόπτερο με σκοπό τον συντονισμό ώστε να κατευθύνονται οι επιχειρήσεις κατάσβεσης.

Το χρονικό
Η φωτιά στο νησί ξέσπασε το πρωί της Παρασκευής στην περιοχή Πιτσινάδες Μυλοποτάμου Κυθήρων, σύμφωνα με μαρτυρίες, σε ένα χέρσο χωράφι κοντά στο νοσοκομείο και λόγω του ανέμου πήρε αμέσως διαστάσεις.
Η φωτιά φαινόταν από την αρχή ότι παρουσίαζε δυσκολίες. Στη μάχη της πυρόσβεσης ρίχτηκαν αρχικά τέσσερα PZL και δύο Καναντέρ, ενώ κινητοποιήθηκαν δέκα πυροσβέστες με πέντε οχήματα. Αργότερα, όταν η φωτιά άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενισχύθηκαν οι επίγειες δυνάμεις από άλλες περιοχές της χώρας. Το πρώτο κιόλας βράδυ οικισμοί βρέθηκαν σε πύρινο κλοιό και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Οι διακοπές του ρεύματος και οι πυκνοί καπνοί έκαναν την κατάσταση απελπιστική. Οι συνεχείς αλλαγές του ανέμου δυσχέραιναν το έργο της κατάσβεσης.

Το Σάββατο το πρωί η εικόνα που παρουσίαζε η φωτιά φαινόταν βελτιωμένη και τότε έγινε το μεγάλο λάθος με την απόσυρση των εναέριων δυνάμεων. Στο καθοριστικό για τις εξελίξεις δίωρο, το τελευταίο Σινούκ, όπως καταγγέλλει ο αντιδήμαρχος Γεώργιος Κομηνός, πέταξε στις 10 το πρωί και μετά αποχώρησε. Για περισσότερες από δύο ώρες το νησί έμεινε ακάλυπτο από εναέρια μέσα. Αποδείχθηκε ότι ήταν το μεγάλο κενό στον σχεδιασμό της περιφρούρησης και αντιμετώπισης. Μια δυνατή αναζωπύρωση έδωσε μεγάλες διαστάσεις στη φωτιά και μέχρι να επιστρέψουν τα εναέρια μέσα η κατάσταση ήταν ήδη εκτός ελέγχου.

Οι ζημιές από τη φωτιά την πρώτη μέρα δεν ήταν τόσο μεγάλες. Η μεγάλη καταστροφή έγινε τις επόμενες ημέρες με τις αναζωπυρώσεις, προσθέτει ο αντιδήμαρχος: «Οι ευθύνες είναι βαριές. Υπήρχαν και μεγάλα κενά στις ρίψεις των αεροπλάνων που αποσύρονταν λόγω βλάβης ή ανεφοδιασμού. Αυτό ευνοούσε την επέκταση της φωτιάς. Στο μεσοδιάστημα γινόταν τέτοια αναζωπύρωση, που δεν μπορούσες να την παλέψεις. Ο,τι γινόταν για μια ώρα από τις ρίψεις των αεροπλάνων πήγαινε χαμένο τις τρεις ώρες του κενού».

Ο αντιδήμαρχος αναρωτιέται ακόμα και για την αποτελεσματικότητα στην επέμβαση των πεζοπόρων τμημάτων και γενικότερα των επίγειων δυνάμεων. Στο νησί, όπως λέει, υπάρχουν δρόμοι για τους οποίους δόθηκαν πέρυσι και πρόπερσι σημαντικά ποσά από τον δήμο για τον καθαρισμό τους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης από τα πεζοπόρα τμήματα.

Κάτοικοι ακόμα καταγγέλλουν ότι εκτός από τις ελλείψεις υπήρξε επιπλέον καθυστέρηση και στην κήρυξη του νησιού σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία έγινε ώρες μετά τη μεγάλη αναζωπύρωση.

Αρμόδιοι της Πυροσβεστικής διευκρίνιζαν ότι τα εναέρια μέσα ουδέποτε εγκατέλειψαν το έργο της κατάσβεσης, αλλά αναγκαστικά έπρεπε να επιστρέψουν στη βάση τους για τον ανεφοδιασμό και τον εντοπισμό τυχόν βλαβών.