Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ταξιδεύει, είτε πηγαίνει στη γειτονική Χαλκίδα είτε αεροπορικώς στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, την Μπανγκόκ και τη Μελβούρνη, και να μην κρατάει ένα ή πολλά αναμνηστικά του ταξιδιού του. Αποκόμματα εισιτηρίων, καρτ ποστάλ, ένα βότσαλο από την παραλία της Νέας Λαμψάκου, λογής μικροαντικείμενα αγορασμένα κυρίως στα αεροδρόμια ως χαρακτηριστικά μιας τέχνης ιθαγενούς, καθώς όλα αυτά θα αφυπνίζουν, υποτίθεται, κάποια στιγμή μνήμες ευεργετικές στη διάρκεια ενός καχεκτικού χειμώνα. Πολύ περισσότερο όταν συνδυάζονται μ’ έναν πρόσκαιρο έρωτα που μπορεί να φαντάζεσαι ότι θα εξελισσόταν σε αιώνιο, αν συνέτρεχαν οι ιδεώδεις συνθήκες –έστω κι αν οι συνθήκες αυτές δεν έχουν υπάρξει ποτέ και για κανέναν.
Δεν χρειάζεται να έχεις κάνει ειδικές μελέτες για να αντιληφθείς ότι αυτός ο τρόπος «απομνημόνευσης» του ταξιδιού φτάνει σε παροξυσμό τους καλοκαιρινούς μήνες. Σάμπως κι αν ξεχαστούν όλοι οι υπόλοιποι, δεν έχει να χάσει κανείς τίποτε το ξεχωριστό, ενώ αν οι καλοκαιρινοί συμβεί να περάσουν στη λήθη, η ζημιά θα είναι ανεπανόρθωτη. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν τόσα κορυφαία πνευματικά έργα να έχουν παραχθεί μέσα στον χειμώνα, αλλά εύκολα θ’ αντάλλασσε κανείς τους μήνες του μ’ εκείνους της θερινής ραστώνης.
Δεν είναι μάλιστα λίγοι όσοι διατηρούν ένα ή πολλά ράφια σε μια βιβλιοθήκη για να στοιβάζουν τα ενθυμήματα του καλοκαιριού, έστω κι αν μέσα στα χρόνια μοιάζει να υποχωρούν τα πρόσωπα που είναι συνδυασμένα μαζί τους ώστε σχεδόν σαν λείψανα να αναδύονται τα βότσαλα, τα κοχύλια, οι αστερίες ή οι χαρτοπετσέτες με σημειωμένες πάνω τους περιπαθείς σημειώσεις και ημερομηνίες μ’ έναν αδιαπραγμάτευτο τρόπο ως προς τη φρέσκια πάντα σημασία τους. Για να καταλάβεις μέσα στα χρόνια πως δεν υπάρχουν πιο αυθεντικές και διαρκείς αναμνήσεις παρά όσες επανέρχονται χωρίς να χρειάζονται αποδεικτικά στοιχεία.