Οι δεκαεπτά Στόχοι για Βιώσιμη Ανάπτυξη (SDG) των Ηνωμένων Εθνών αποτελούν μια αξιοσημείωτη δέσμευση της διεθνούς κοινότητας για την εξάλειψη της φτώχειας και τη βελτίωση της υγείας, του περιβάλλοντος, της εκπαίδευσης σε όλες τις χώρες μέχρι το 2030. Οι στόχοι για την εκπαίδευση είναι απλοί: «Εξασφάλιση υψηλής ποιότητας και ισότιμης εκπαίδευσης, πρόσβαση στη διά βίου μάθηση για όλους».

Δυστυχώς, είμαστε πολύ μακριά από την επίτευξη αυτού του στόχου, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Περισσότερα από 250 εκατ. παιδιά από τα 1,6 δισ. του κόσμου δεν πηγαίνουν σχολείο και 400 εκατ. στερούνται βασικών γνώσεων. Το κύριο πρόβλημα είναι η έλλειψη πόρων. Υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα χρηματοδότησης –που θα φτάσει τα 40 δισ. δολάρια το 2020 και τα 90 δισ. έως το 2030.

Η επίλυση αυτού του προβλήματος ήταν ο στόχος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Χρηματοδότηση της Παγκόσμιας Εκπαιδευτικής Ευκαιρίας υπό την προεδρία του Γκόρντον Μπράουν. Ομως οι δύο βασικές προτάσεις της Επιτροπής είναι ακατάλληλες και θα πρέπει να αντικατασταθούν.

Η πρώτη πρόταση είναι να αντληθούν πόροι από «φιλάνθρωπους, ιδρύματα και φιλανθρωπικές οργανώσεις». Αλλά, η φιλανθρωπία δεν είναι υπεύθυνος τρόπος για τη χρηματοδότηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι φιλανθρωπίες στο πεδίο της εκπαίδευσης τείνουν να είναι κοντόφθαλμες, ασυντόνιστες και ιδιοτελείς, ενώ τελικά συμβάλλουν ελάχιστα στην προώθηση των εκπαιδευτικών αναγκαιοτήτων.

Η δεύτερη πρόταση είναι να δημιουργηθεί ένα όργανο (το IFFEd), το οποίο θα επιβλέπεται από την Παγκόσμια Τράπεζα και από τράπεζες περιφερειακής ανάπτυξης. Οι αναπτυξιακές τράπεζες θα δανείζονται από τις κεφαλαιαγορές για να αυξήσουν τις ετήσιες επενδύσεις τους στην εκπαίδευση στα 10 δισ. δολάρια έως το 2020 και σε 20 δισ. μέχρι το 2030.

Ομως η Παγκόσμια Τράπεζα δίνει λανθασμένη κατεύθυνση την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στις αναπτυσσόμενες χώρες, πιέζοντας για ιδιωτικοποιήσεις. Η προσανατολισμένη στις αγορές προσέγγιση της Παγκόσμιας Τράπεζας στην εκπαίδευση μοιάζει με αυτή των δεξιών δεξαμενών σκέψης. Ομως, ενώ αυτές αναγνωρίζονται ως πολιτικά ινστιτούτα με συγκεκριμένη ιδεολογική ατζέντα, η Παγκόσμια Τράπεζα υποτίθεται ότι είναι υπερκομματικός οργανισμός. Επιπλέον, είναι ένας δημόσιος, χρηματοδοτούμενος από φόρους θεσμός που ασκεί τεράστια εξουσία σε όλο τον κόσμο μέσω επιχορηγήσεών, δανείων και συστάσεων.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Πρώτον, οι πλούσιες χώρες να τηρήσουν τη δέσμευσή τους από το 1970 να διαθέτουν το 0,7% του ΑΕΠ τους στην Επίσημη Αναπτυξιακή Βοήθεια. Δεύτερον, πρέπει να αντιμετωπίσουμε κεντρικά την φοροαποφυγή και την φοροδιαφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες κοστίζουν στην παγκόσμια οικονομία πάνω από 600 δισ. δολάρια ετησίως. Πρέπει, ακόμη, να καθιερωθεί ένας παγκόσμιος φόρος επί της περιουσίας, όπως έχει προτείνει ο Τομά Πικετί. Είναι «ανήθικο» το γεγονός ότι οι οκτώ πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου κατέχουν τόσο πλούτο όσο το φτωχότερο 50%.

Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης, ακόμη περισσότερο από ό, τι οι Αναπτυξιακοί Στόχοι της Χιλιετίας που προηγήθηκαν, αποτελούν μια εξαιρετική παγκόσμια δέσμευση. Αλλά αν η διεθνής κοινότητα πιστεύει πραγματικά σε αυτούς, πρέπει να κάνει κάτι ακόμα πιο πρωτοφανές: να βάλει το χέρι στην τσέπη.

O Στίβεν Τζέι Κλις είναι οικονομολόγος και καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ