Η επιχείρηση να ανεβώ στην κορυφή της Δυτικής Ευρώπης ήταν ένα όνειρο δεκάδων χρόνων. Γι’ αυτό είχα ετοιμαστεί και προπονηθεί για τα πάντα! Κι όμως, κάτι «ξέχασα» και δεν υπολόγισα… τον ύπνο.
Η ορειβατική περιπέτεια είχε ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς σε ένα τόσο μεγάλο βουνό. Επιμονή, αποφασιστικότητα, ρίσκο, δύναμη, εξοντωτική διάρκεια ανάβασης που έγινε ακόμα μεγαλύτερη καθώς το τοπικό δελτίο καιρού έλεγε ότι από το μεσημέρι της επομένης θα είχε καταιγίδες.
Ετσι άλλαξε όλο το πρόγραμμα! Αντί για δύο διανυκτερεύσεις με προσαρμογή στο υψόμετρο και την τρίτη ημέρα να σηκωθούμε ξημερώματα προς κορυφή, αποφασίστηκε να γίνουν τρεις δίωρες στάσεις και κορυφή!
Αρχικά φτάσαμε στο «χαμηλό» καταφύγιο Tete Rousse (3.200 μ.). Επειτα από μόλις δύο ώρες ανάπαυση, κατά τις 18.00, ξεκινήσαμε το σκαρφάλωμα στην απαιτητική βραχώδη πλαγιά Gouter, που στην κορυφή της βρίσκεται και το ομώνυμο καταφύγιο, στα περίπου 3.800 μ. Χρειάστηκαν πέντε ώρες για να κερδίσουμε αυτά τα 600 μ. διαφορά και πλέον κατά τις 23.00 και με φακούς κεφαλής φτάσαμε στο καταφύγιο, με το κρύο πλέον να είναι αισθητό καθώς βρισκόμασταν στην περιοχή των παγετώνων του βουνού.
Κάποιοι κατάφεραν να ξεκλέψουν μισή ώρα ύπνου στους βοηθητικούς χώρους του καταφυγίου, αλλά δυστυχώς την «κρίσιμη στιγμή» πνίγηκα από καπνό τσιγάρου! Πετάχτηκα επάνω και έψαξα ποιος ήταν αυτός που στα 3.800 μ. καπνίζει, έστω και στον προθάλαμο! Ελληνας από την Καρδίτσα! Χωρίς λόγια βγήκε έξω στο κρύο, όπου ήταν ήδη δυο-τρεις ξένοι που κάπνιζαν, αλλά χάθηκε πολύτιμος χρόνος.
Ουσιαστικά άυπνοι και νηστικοί (τα καταφύγια εκτός προγράμματος δεν σου δίνουν τίποτα), ξεκινήσαμε κατά τη 01.30 από το καταφύγιο με στόχο την κορυφή στα 4.810 μ. Κάποια στιγμή κάποιος φώναξε «παιδιά, βγαίνει το φεγγάρι». Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, αλλά δεν το έβλεπα. Χαμηλά όμως δεν κοίταξα.
Για πρώτη φορά έβλεπα το φεγγάρι να ανατέλλει χαμηλότερα από εμένα! Ομως η έλλειψη ύπνου είχε αρχίσει να εμφανίζει σοβαρά συμπτώματα σε μένα αλλά και σε ακόμα κάποιους συντρόφους, με τον αρχηγό Κοτρωνάρο να λέει: «Κουράγιο, παιδιά, μια παγωμένη γαϊδουροανηφόρα είναι, περίπου 5 ωρών(!)». Το ξημέρωμα μας βρήκε περίπου στα 4.200 μ.
Κατά τις 07.00 φτάσαμε κατάκοποι στο καταφύγιο ανάγκης Vallot (4.362 μ.). Οι περισσότεροι είχαν καταρρεύσει. Εγώ πια ήμουν αποφασισμένος ότι δεν έχει νόημα η κορυφή, καθώς από την αϋπνία δεν έβλεπα πού πατούσα!
Σύντομα βρήκα μια γωνιά στο μονόχωρο καταφύγιο και σε ανύποπτο χρόνο κοιμόμουν πάνω στο σακίδιο, αφού πρόλαβα και ρώτησα τον Κοτρωνάρο: «Σε πόσες ώρες να σας περιμένω;». «Σε 4-5 ώρες» ήταν η απάντηση –για να πιάσουν κορυφή και να γυρίσουν. Ακόμα περίπου 400 μέτρα… Εγώ απλά βούλιαξα στον ύπνο.
Κάποια στιγμή ένα απειλητικό βουητό με ξύπνησε. Ηταν η καταιγίδα που άρχισε κατά τις 12 το μεσημέρι, με χιονοθύελλα και ομίχλη!
Επειτα από περίπου μιάμιση ώρα επέστρεψαν παγωμένοι και εξαντλημένοι από την προσπάθεια και οι σύντροφοί μου. Εγώ αντίθετα, έχοντας κοιμηθεί περίπου 4 ώρες, ένιωθα άψογα. Σύντομα δεθήκαμε και ξεκινήσαμε μέσα στην καταιγίδα την κατάβαση-επιστροφή.
Η κατάβαση. Στην επιστροφή, η εξάντληση όλων ήταν εμφανής. Λύγιζαν τα γόνατα… Οι περισσότερο έμπειροι έκαναν υπομονή, ενώ κάποιοι από τους υπολοίπους «έβλεπαν» μαζί με την καταιγίδα το τέλος τους να πλησιάζει. «Θα πεθάνουμε» έλεγαν σε κάθε ευκαιρία. Τα κρεβάς (όρυγμα παγετώνα) ήταν ο μοναδικός φόβος του Κοτρωνάρου και όσων ήξεραν…
Τελικά επιστρέψαμε ασφαλείς «τρέχοντας» το μεγάλο βουνό για 30 συνεχείς ώρες, όπου έχασα 4 κιλά! Στην πόλη, στην απονομή των διπλωμάτων, ειπώθηκε πως «ο Κώστας έδειξε πραγματικό θάρρος να φτάσει στη βάση της κορυφής και να πει “όχι”». Εγώ απάντησα ότι δεν είναι θάρρος αλλά στάση ζωής απέναντι και στο βουνό, εξάλλου καλός ορειβάτης είναι ο ζωντανός ορειβάτης! Το βουνό είναι εκεί και μπορεί να με περιμένει!