Το «1984» του Τζορτζ Οργουελ περιλαμβάνει μια πολύ γνωστή φράση για την Ιστορία και τη σημασία της: «Οποιοςελέγχειτοπαρελθόν,ελέγχειτομέλλον. Οποιοςελέγχειτο παρόν,ελέγχει τοπαρελθόν». Ανησυχούμε, και δικαίως, για τις επιπτώσεις των fake news, των ψευδών ειδήσεων, όπως σημειώνει ωστόσο στην «Guardian» η Ναταλί Νουγκερέντ, η πρώην διευθύντρια της «Monde», τα σημερινά εθνικιστικά πάθη έχουν ακόμα βαθύτερες ρίζες στη fake history –τη διαστρέβλωση της Ιστορίας. Από την Ουγγαρία μέχρι την Κίνα και από τη Ρωσία μέχρι την Τουρκία, μια σειρά από αυταρχικούς ηγέτες ξαναγράφουν το παρελθόν για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν ανοσία σε αυτόν τον ρεβιζιονισμό.
ΤΟ «ΣΧΕΔΙΟ ΣΟΡΟΣ». Στις 22 Ιουλίου, ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν απηύθυνε σε φοιτητές μια ομιλία με τίτλο «Θα ανήκει η Ευρώπη στους Ευρωπαίους;», γεμάτη ασυναρτησίες για το πώς έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα «σχέδιο Σόρος» προκειμένου να εισάγονται «κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες –ει δυνατόν, ένα εκατομμύριο –από τον μουσουλμανικό κόσμο στα εδάφη της ΕΕ». Στόχος είναι να μετασχηματιστεί η ήπειρος σε μια «νέα, εξισλαμισμένη Ευρώπη». Αυτό ακριβώς κρύβεται, σύμφωνα με τον Ορμπαν, πίσω από «τη συνεχή και λαθραία αφαίρεση εξουσιών από τα έθνη-κράτη» που επιχειρούν οι Βρυξέλλες. Ο Ορμπαν όμως δεν αρκείται στο να πλαστογραφεί το παρόν. «Από τη συνθήκη του Τριανόν και εξής, ποτέ άλλοτε δεν βρισκόταν το έθνος μας πιο κοντά από σήμερα στο να ανακτήσει την αυτοπεποίθηση και τη ζωτικότητά του» καυχήθηκε, αναφερόμενος στη συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στερώντας την Ουγγαρία από τα δύο τρίτα των εδαφών της. Η ιδέα που κατευθύνει τον Ορμπαν είναι πως η Ουγγαρία πρέπει να απαιτήσει επανόρθωση για τους εξευτελισμούς που υπέστη στο παρελθόν. Φτάνει, μάλιστα, σε σημείο να ξαναγράφει εξ ολοκλήρου σκοτεινά κεφάλαια του παρελθόντος: έχει χαρακτηρίσει τον Μίκλος Χόρτι, τον ούγγρο ηγέτη που συνεργάστηκε με τους Ναζί, ως μια «εξαιρετική πολιτική προσωπικότητα».
Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ. Δεν είναι φυσικά ο μόνος που διαστρεβλώνει την Ιστορία προκειμένου να εξυπηρετήσει τους πολιτικούς του στόχους. Στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τα σχολικά εγχειρίδια αναθεωρήθηκαν ώστε να δίνουν λιγότερη έμφαση στον Ατατούρκ, τον ιδρυτή της κοσμικής δημοκρατίας. Είναι όλα μέρος μιας προσπάθειας ακύρωσης αυτής της κληρονομιάς και εξύμνησης του οθωμανικού παρελθόντος, καθώς ο Ερντογάν συσσωρεύει ολοένα και περισσότερες εξουσίες.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΣΣΔ. Στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, δεν έχει απλώς αποκατασταθεί η φήμη του Στάλιν, με νέα μνημεία προς τιμήν του ανά τη χώρα: οι ιστορικοί και οι ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αγωνίζονται να καταγράψουν τα σταλινικά εγκλήματα αντιμετωπίζουν έντονη πολιτική πίεση. Κάποιοι, όπως ο Γιούρι Ντιμίτριεφ, έχουν δικαστεί με κίβδηλες κατηγορίες. Και η αναθεώρηση του σοβιετικού παρελθόντος δεν εξυπηρετεί μόνο εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς. Η άρνηση των εγκλημάτων της σοβιετικής κατοχής στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η δικαιολόγηση του συμφώνου Μολότοφ– Ρίμπεντροπμε τους Ναζί, προσφέρει άλλοθι στη Μόσχα να επαναδιεκδικήσει τη «ζώνη επιρροής» της.
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ. Αλλά η αναθεώρηση της Ιστορίας δεν απαντά αποκλειστικά σε ανελεύθερα ή δικτατορικά συστήματα. Με την ομιλία που απηύθυνε στη Βαρσοβία, ο Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να παρουσιάσει τον ιστορικό αγώνα της Πολωνίας για ελευθερία και ανεξαρτησία ως μια «πολιτισμική μάχη» για τις οικογενειακές αξίες, την «παράδοση» και τον «Θεό». Ο Τραμπ έφτασε σε σημείο να κάνει παραλληλισμό ανάμεσα στην απειλή που εκπροσωπεί η ισλαμιστική τρομοκρατία «για τη Δύση» και «τον κίνδυνο» της «γραφειοκρατίας και των πολλών κανονισμών». Στον τρόπο με τον οποίο βλέπει τη Δύση, ως ένα πολιορκημένο φρούριο χριστιανικών εθνών σε κίνδυνο, αντανακλάται όχι μόνο ένα προσωπικό πολιτικό πιστεύω, αλλά και μια ευρύτερη απόπειρα αναθεώρησης της ιστορίας των φιλελεύθερων δημοκρατιών και των αρχών που αυτές πρέπει να στηρίζουν.
οι οπαδοι ΤΟΥ ΒRΕXIT. Πρόθυμοι να ξαναγράψουν την Ιστορία έχουν αποδειχθεί και οι υπέρμαχοι του Brexit στη Βρετανία. Η νοσταλγία για τις ημέρες της αυτοκρατορίας και το «παλικαρίσιο πνεύμα» τους συνοδεύεται από το μάντρα πως το ευρωπαϊκό σχέδιο ήταν εξαρχής ένας τυραννικός ζουρλομανδύας. Η Βρετανία ουδέποτε είχε λόγο σε οποιαδήποτε απόφαση της ΕΕ, και τώρα έχει μια ευκαιρία να «απελευθερωθεί» –έτσι πάει το αφήγημα. Δεν έχει σημασία αν η Βρετανία ήταν ένα πλήρες και ισχυρό μέλος μιας λέσχης από την οποία ωφελούνταν και οι πολίτες της και η οικονομία της. Ο φανατισμός δεν μεταβάλλει μόνο τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η σημερινή πραγματικότητα (καθώς οι διαπραγματεύσεις προχωρούν με μεγάλη δυσκολία), προσαρμόζει και το παρελθόν ώστε να ταιριάζει με τις πεποιθήσεις μας.
Ενα από τα καλά της ζωής σε μια δημοκρατία, επισημαίνει η Ναταλί Νουγκερέντ στην «Guardian», είναι πως ερευνητές, φοιτητές, δημοσιογράφοι, οι πολίτες γενικότερα, όλοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στο παρελθόν χωρίς να χρειάζεται να υποταχθούν σε οποιαδήποτε μορφή κεντρικού ελέγχου και λογοκρισίας. Αλλά η ασφάλεια της μνήμης στις δημοκρατικές κοινωνίες ίσως να μην είναι τόσο διασφαλισμένη όσο νομίζουμε. Το να διαβάζει κανείς Ιστορία, το να είναι σε θέση να αμφισβητεί κάποια από τα αφηγήματα που προωθούνται στο όνομα της πολιτικής, είναι εξίσου σημαντικό με το να γνωρίζει πού μπορεί να βρει αξιόπιστες ειδήσεις.