Μάλλον «συνολικότεροι» μοιάζουν οι τρεις τίτλοι των αφηγηματικών βιβλίων του Διονύση Μαρίνου που έχουν προηγηθεί («Χαμένα κορμιά», «Τελευταία πόλη», «Ουρανός κάτω») σε σχέση με το σημερινό «Οπως και αν έρθει αυτό το βράδυ». Χωρίς όμως τα δεκαεννέα διηγήματα του ομώνυμου βιβλίου να στερούνται μιας άκρως εντυπωσιακής εμβέλειας. Τόσο μάλιστα εντυπωσιακής στην επιλογή των θεμάτων αλλά και στον χειρισμό τους, ώστε θα χαρακτήριζες ως μάλλον «φιλολογική» την υπογράμμιση του οπισθόφυλλου πως με το «Οπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» έχουμε «ιστορίες που κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και ονειροφαντασίας. Ανδρες που δεν τα κατάφεραν, γυναίκες που εγκλωβίστηκαν, παιδιά που χρειάστηκε να μεγαλώσουν πολύ νωρίς. Ολους μια έλλειψη τους τρέφει, ένα όνειρο τους χαντακώνει. Η απουσία ως ήχος εκκωφαντικός και η παρουσία σαν σιωπή που δεν εκφέρεται».
Αν κάτι ισχύει σε σχέση με όσα γράφει το οπισθόφυλλο, δεν είναι καν ένα πολλοστημόριο, καθώς διασταυρούμενες περιπέτειες ζωής μάς γίνονται γνωστές χάρη σε ανθρώπους που όσο και αν η καταγωγή τους είναι αναγνωρίσιμη κοινωνικά τόσο πιο αδιευκρίνιστη παραμένει η υπαρξιακή τους ταυτότητα. Μια ταυτότητα που πιστώνεται αποκλειστικά με κώδικες συμπεριφοράς όπως θα τους συναντούσε κανείς στο Βόρειο Πόλο ή στη Νότια Αμερική, στους Αντίποδες ή στη Μεσόγειο, με κυριότερο στοιχείο μιας ιθαγενούς εκπροσώπησης το διαμορφωνόμενο σύμφωνα με μια μακριά αφηγηματική παράδοση εκφραστικό όργανο του Διονύση Μαρίνου: όσο περισσότερο εμπλέκεται –υπαινικτικά πάντα –ο ίδιος ο συγγραφέας στις αφηγούμενες ιστορίες τόσο περισσότερο έχεις την αίσθηση μιας καταγραφής αντικειμενικής, έστω και αν αφορά σε περιπτώσεις ανθρώπων που λογικοφανή θα θεωρούσες την αναγνώρισή τους ως κλινικής ιδιαιτερότητας.
Απειρες προοπτικές
Θα θεωρούνταν εξαιρετικά προκλητικό ή και ανισόρροπο ακόμη, αλλά ο Διονύσης Μαρίνος συνειδητά ή ερήμην του μοιάζει να αποτελεί έναν συνδυασμό του Λάμπρου Πορφύρα και πιο συγκεκριμένα του ποιήματός του «Lacrimae rerum» και του «Μετέωρου ανθρώπου» του Σολ Μπέλοου, με ενδιάμεσο σταθμό τους στίχους του Ιταλού Σαλβατόρε Κουαζίμοντο «αυτή την ώρα που πονώ / πρέπει να εννοηθεί ο πόνος μου». Βεβαίως, αν ως καταγωγή σημειώνει κανείς έναν πεζογράφο και δύο ποιητές, δεν σημαίνει ότι με το «Οπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ποιητικής πεζογραφίας. Το ακριβώς μάλιστα αντίθετο.
Αν και ως χαρακτηριστικό τής ποιητικής πεζογραφίας θα λογάριαζε κανείς την αποφόρτιση όσον αφορά τις συνθετικές αγωνίες και τα βιώματα του δημιουργού της πολύ πιο επιτακτική ως ανάγκη σε σχέση με την αναγνωστική απόλαυση αυτή καθαυτήν, τελικά οι προοπτικές που διανοίγονται είναι απείρως περισσότερες παρά στην περίπτωση που ο πεζογράφος θα χαριζόταν στον αναγνώστη περισσότερο απ’ ό,τι στον εαυτό του.
Δεν αποκλείεται να οφείλεται σε μια ιδιότυπη εμμονή, όπως αυτή του Διονύση Μαρίνου, στη λεπτομέρεια (χωρίς να είναι πάντα τόσο εύστοχες όπως αυτή που λέει «μένουν να κοιτάζουν ο ένας τα χέρια του άλλου λες και δεν πιστεύουν ότι όλα αυτά θα γίνουν από τους ίδιους», καθώς σχεδόν ταυτόχρονα διαβάζουμε δυο άλλες, όπως «σηκώνει το νησί του κρέατος από τη θάλασσα της σάλτσας» ή «θα τους βάλουν να κάτσουν πρώτα στο σαλόνι, να πιουν ένα ποτό με πάγο για να σπάσει ο πάγος»), μια εμμονή που σε κάνει να ενδιαφέρεσαι για τη λεπτομέρεια αυτή καθαυτήν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για την αφηγηματική της αποτύπωση.
Γεγονός απολύτως ευεργετικό όταν πρόκειται για θέματα θεωρούμενα μινιμαλιστικά και για σχέσεις που εσωτερικοποιούνται σε βαθμό που μόνο ανέκφραστες όσον αφορά τους ανθρώπους που τις μοιράζονται αποκτούν το πραγματικό τους μεγαλείο. Καθώς ένα γλωσσικό όργανο διαμορφωμένο για να αναπαραστήσει, για παράδειγμα, το τεράστιο γεγονός ενός πολέμου θα αποδεικνυόταν εντελώς ακατάλληλο, ενώ τώρα, με τον πόλεμο να γίνεται μέσα στον κάθε άνθρωπο χωριστά, το γλωσσικό όργανο του Διονύση Μαρίνου αποκτά μια πρωτοφανή διεισδυτική αιχμηρότητα. Με αποτέλεσμα να γεφυρώνεται άνετα το χάσμα ανάμεσα σε μια καθημερινότητα τόσο οικεία ώστε δεκάδες άνθρωποι θα μπορούσαν να την περιγράψουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και σε έναν ψυχισμό όπως αυτός των ηρώων τού «Οπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» που, αν δεν διαβάζαμε τα δεκαεννέα του διηγήματα, θα ήταν αδύνατον ακόμη και να τον υποψιαστούμε.
Ακριβώς γιατί εκφράζει όλους μας σε κάτι τόσο βαθύ και ακραίο, ώστε ο αδιαπραγμάτευτος συγγραφικά τρόπος της εκφοράς του να μας το κάνει αποκαλυπτικά ανατριχιαστικό και επομένως επιτακτική την ανάγκη να το αγνοήσουμε, αφού αν εγκύψουμε πάνω του σίγουρα θα κινδυνεύσουμε. Δημιουργήματα ενός χρόνου αποκλειστικά υπαρξιακού που δεν ερωτοτροπεί καν με τον αντίστοιχο κοινωνικό και ιστορικό τους χρόνο και ο Ιάσονας, και ο Νέστορας, και ο Νικήτας, και ο Ζήσης, και η Κλειώ, και ο Λεωνίδας, και η Καλλιόπη, και ο Αργύρης (αν μοίραζε κανείς τα υπάρχοντα ονόματα στα δεκαεννέα διηγήματα θα παρατηρούσε πως για τους περισσότερους ήρωες κύρια ταυτότητά τους παραμένει ο εκ των πραγμάτων μη ανακοινώσιμος, παρά μόνο για τους αναγνώστες, δίκην χάριτος, τρόπος της σκέψης τους) συγκροτούν μια νέας κοπής ανθρωπολογικά υφολογική διαστρωμάτωση ώστε η παμπάλαιη ρήση «το ύφος είναι ο άνθρωπος» να μη δικαιώνεται απλώς, αλλά σχεδόν να επανασυστήνεται εξ απαρχής.
Τόσο μάλιστα έντονα ώστε να αισθάνεσαι τον ιστορικό και κοινωνικό χρόνο που αυτόματα συναρτάται με τον κάθε άνθρωπο να είναι απόρροια του αντίστοιχου υπαρξιακού. Γεγονός ιδιαίτερα ευχάριστο αν σκεφτείς πως το διήγημα «Ο Αγιος Βασίλης» του Διονύση Μαρίνου και το διήγημα «Από το παράθυρο» της Ελίνας Σιμιγδαλά (περιλαμβάνεται στο βιβλίο διηγημάτων της «Ιζολάρια») είναι τα συγκλονιστικότερα –σε σχέση με όσα έχουμε διαβάσει τουλάχιστον, και είναι παρά πολλά –διηγήματα που έχουν γραφεί όσον αφορά την περιλάλητη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων. Που αν στις πολιτικές της παραμέτρους η κρίση αυτή ύστερα από εκατό χρόνια θα είναι τελείως αδιάφορη, η εσωτερικοποιημένη καταγραφή της, ενώ εξελισσόταν, θα την επαναφέρει απαιτητή και ακμαία χάρη σε δύο θύματά της που τα είχαμε γνωρίσει ως μια ξεχωριστή ανθρώπινη περιπέτεια. Γεγονός ακόμη πιο ευχάριστο αν σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για διηγήματα που πιστώνονται σε δύο μη τρανταχτά ακόμη ονόματα της λογοτεχνίας μας, έτσι ώστε να διαβάζεις με ακόμη περισσότερη όρεξη κάθε βιβλίο νέου πεζογράφου που φτάνει στα χέρια σου.
Συμπερασματικά, ωστόσο, για το «Οπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» θα είχε να προσθέσει κανείς πως αν οι ήρωές του διαφοροποιούνται αισθητά σε σχέση με τους ήρωες άλλων σύγχρονων αφηγηματικών έργων, είναι γιατί συμπεριφέρονται όλοι τους ως συνωμότες μιας αίρεσης που αν υφίσταται δεν είναι γιατί γνωρίζονται τα μέλη της ανάμεσά τους ή γιατί υποθέτουν πως κάπου στον κόσμο υφίσταται κάτι αντίστοιχο. Με αποτέλεσμα να ποικίλλει συναρπαστικά ο βαθμός με τον οποίο βιώνει ο καθένας την ελευθερία του.
Διονύσης Μαρίνος
«Οπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ»
Εκδόσεις Μελάνι,
σελ. 150
Τιμή:
10,60 ευρώ