O Υπνος, μας θυμίζει η Ζυράννα Ζατέλη, στην αρχαία ελληνική μυθολογία ήταν γιος της Νύκτας και του Ερέβους, μικρότερος αδελφός του Θανάτου, και είχε νυμφευθεί την γλυκιά Πασιθέη, θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τους Ονειρους: τον Μορφέα, τον Φοβήτορα, τον Φάντασο και τον Ικελο. Και ήταν κατά τον Ομηρο και «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ ανθρώπων».
Η ίδια η Ζυράννα απέκτησε μεγάλη σχέση, αν όχι με τον ίδιο τον Υπνο, σίγουρα με τους Ονειρους. Που άλλος έδινε σχήμα στα όνειρα, άλλος έφερνε τους εφιάλτες κ.ο.κ. Και καθώς από μικρή είχε «την κρυφή πετριά», έγραφε σε τετράδια και χαρτάκια –αργότερα και στα χαρτάκια που έβγαζε απ’ το πλακέ πακέτο των άφιλτρων Santé («το ωραιότατο κόκκινο πακέτο, θα το θυμάστε, με την θελξικάρδια ξανθιά του μεσοπολέμου») –διάφορα πράγματα που σκεφτόταν, κυρίως όμως όνειρα.
Από ένα σημείο και μετά αυτά τα όνειρα άρχισε να τα καταγράφει συστηματικά σε τετράδια. Ασκούσε κιόλας τη νυχτερινή της μνήμη ή σκαρφιζόταν διάφορα για να ξυπνάει κατά τις δύο ή τις τρεις η ώρα, «τότε που βλέπουμε τα περισσότερα και τα πιο ενδιαφέροντα όνειρα, τα οποία συνήθως κάνουν φτερά αν δεν τα προλάβουμε, αν δεν τα πιάσουμε στο τσακ». Μισοξύπνια, λοιπόν, έκανε διάφορα ορνιθοσκαλίσματα στα σκοτεινά με ένα στυλό που είχε πάντα δίπλα της, στο μπλοκ με τα γαλαζωπά φύλλα και το σκληρό εξώφυλλο.
Κάποια στιγμή, έπειτα από μερικές μέρες ή και βδομάδες, ξανακοιτούσε τα ορνιθοσκαλίσματα, επανέφερε στη μνήμη της τις εικόνες των ονείρων και τα κατέγραφε πιο προσεκτικά σε ένα τετράδιο. Τετράδιο που το στόλιζε και με εικόνες που συλλέγει με μανία χρόνια τώρα, εικόνες κάθε είδους. Ενα τέτοιο λοιπόν «εικονο-γράφημα», όπως το αποκαλεί η ίδια (και σταδιακά γέμισε έντεκα τέτοια τετράδια εικονογραφημάτων) δεν θα μπορούσε παρά να κεντρίσει το ενδιαφέρον όσων το έβλεπαν, έστω και αν δεν τους άφηνε να διαβάσουν το περιεχόμενό του. Κέντρισε και το ενδιαφέρον του εκδότη της, που την ενθάρρυνε να το εκδώσει. Οπερ και εγένετο. Και επειδή ένα «Τετράδιο ονείρων» έχει από τη φύση του και ένα στοιχείο μεταφυσικό, μία ημερομηνία έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην έκδοση: 3/3. Στις 3 Μαρτίου του 1997 έχει κάνει την πρώτη εγγραφή ονείρου σε τετράδιο, στις 3 Μαρτίου του 2017 πάρθηκε η απόφαση της έκδοσης αυτής.
Κάποια στοιχεία των ονείρων αυτών η Ζυράννα Ζατέλη τα έχει κατά καιρούς χρησιμοποιήσει σε μυθιστορήματά της, δένοντάς τα με μια πλοκή που μπορεί να την εμπνεύστηκε χρόνια μετά. Πρώτη φορά όμως τα παρουσιάζει ολόκληρα. Και επειδή το ονειρικό στοιχείο αποτελεί μία από τις πρώτες ύλες της γραφής της, ο αναγνώστης εδώ είναι σαν να διαβάζει λίγη από την κουζίνα της, σαν να βλέπει τις πρωτογενείς εκείνες εικόνες που συναπαρτίζουν το φόντο του δικού της προσωπικού κόσμου.
Και για την ίδια τη συγγραφέα, πάντως, φαίνεται πως η για τις ανάγκες της έκδοσης νέα καταβύθιση στον κόσμο των παλιών αυτών ονείρων δεν υπήρξε ανώδυνη.
«Σιγά-σιγά βρέθηκα μέσα σ’ ένα οικεία αλλοτινό κι αισθαντικό περιβάλλον –πώς όταν ανοίγεις ένα σπίτι από χρόνια κλεισμένο και “ξεχασμένο”, που κάποτε όμως το ‘ζησες και σ’ έζησε από ψυχής, και μετά το πρώτο σάστισμα, το πρώτο κύμα αμηχανίας ή πανικού, αρχίζεις πάλι και συμφιλιώνεσαι και το ανακαλύπτεις και σε μεθάει μια χαρμολύπη ανιστόρητη…».
Σε κάθε περίπτωση το όνειρο, λέει η Ζυράννα Ζατέλη, έχει καθαρτική αποστολή. Εστω και αν «από τη φύση του δεν ξεστομίζεται», είναι «σιωπηρό, προ-γλωσσικό». Για τη συγγραφέα της «Περσινής αρραβωνιαστικιάς» και του «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», που αναμένεται να ολοκληρώσει σε λίγο καιρό την τριλογία «Με το παράξενο όνομα Ρομάνθις Ερέβους» (το τρίτο βιβλίο θα κυκλοφορήσει το 2018), τα «Τετράδια ονείρων» που δημοσιεύει ενδιάμεσα είναι η απόδειξη ότι το ανείπωτο (καθώς τα όνειρα υπήρχαν και πριν την ανάπτυξη της γλώσσας) μπορεί να ειπωθεί. Και να ειπωθεί ωραία.
Μαγικό σύμπαν
Είχαν βάλει μέσα στους τάφους κάποιους ζωντανούς
Δευτέρα 24 Μαρτίου 1997 (Αθήνα)
Ενα πλήθος πανέμορφα φανταστικά πουλιά, μεγάλα, είχαν μαζευτεί στον ουρανό –ανάμεσά τους και πιγκουίνοι -, ετοιμαζόμενα για την μετανάστευσή τους. Στέκονταν μετέωρα στον αέρα, όχι σε μεγάλη απόσταση απ’ την γη, πάντως στον αέρα. Και κάτι παιδάκια μέσα σε δίχτυα καταγής, που είχαν λέει σχέση με την μετανάστευση των πουλιών. Συνάντησα τον Λυκούργο. Ανέβηκε μια σκάλα από ένα υπόγειο. Αναψα τσιγάρο, μιλήσαμε για την γυναίκα του και για έναν κοινό μας φίλο. Μου είπε πόσο μ’ αγαπούσε από παλιά. Ξαφνιάστηκα, δεν είχε πάει ο νους μου.
Τετάρτη 20 Αυγούστου 1997 (Αθήνα)
Είχα έναν φοβερό πονοκέφαλο και πήγα σ’ ένα σπίτι να ζητήσω βοήθεια, κάποιο παυσίπονο. Χτύπησα την πόρτα, άνοιξε ένας αγριωπός μοναχικός τύπος με πυρακτωμένα κι αβυσσαλέα μάτια και πλούσια άτακτα μαλλιά. Ο Νίτσε, σκέφτηκα με δέος, ο Φρειδερίκος Νίτσε! Στους ώμους του ριγμένο ένα λαμπερό χαλκοκίτρινο ρούχο, σαν το γιλέκο του Ησύχιου στους Λύκους. Ανταλλάξαμε κάποιες παράξενες κουβέντες, τα μάτια του ολοένα μου δίναν την εντύπωση πως είχε καταπιεί φωτιά πριν από λίγο! Κρίμα που δεν θυμάμαι τι λέγανε τα λόγια που λέγαμε.
Ο Νικ Κέιβ,
ο Ρεμπό και
τα «Φτερά του έρωτα»
Μερικά όνειρα χρειάζονται… επεξηγήσεις. Οταν λοιπόν συντρέχει λόγος, υπάρχει σχετική σημείωση στο τέλος του βιβλίου. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Νικ Κέιβ. Ακολουθεί το όνειρο και κατόπιν η σημείωση με τις αναγκαίες διευκρινίσεις:
Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 1997 (Αθήνα)
Ενα φοβερό σκοτεινό τοπίο που το αποτελούσαν μνήματα, μια ανήσυχη θάλασσα στο βάθος και ψηλοί άγριοι βράχοι, όλα μαύρα σαν να περιχύθηκαν με πίσσα. Το πιο χαρακτηριστικό πάντως, το πιο που ενέπνεε δέος, ήταν τα μνήματα. Πριν από κάτι μέρες, λοιπόν, κάποιοι είχαν βάλει μέσα στους τάφους κάποιους ζωντανούς για να γλυτώσουν από κάτι –νομίζω θεομηνία. Και οι ζωντανοί παρέμειναν εκεί! Περπατούσα με μια φίλη, μια πολύ τολμηρή κοπέλλα (από κείνα τα άγνωστα πρόσωπα, που μας είναι όμως γνωστά), η οποία αποφάσισε να μιλήσει στους θαμμένους ζωντανούς. Εγώ απομακρύνθηκα κάπως προς τους βράχους και παρακολουθούσα από κει. Η φίλη έσκυψε πάνω από ένα μνήμα κι άρχισε να σκάβει με τα χέρια της, κι ήταν πραγματικά σαν να έσκαβε το ίδιο το στήθος αυτουνού που ήταν από κάτω θαμμένος. Τι τον ρώτησε δεν ξέρω, κι εκείνος άρχισε να φωνάζει «χαρά! χαρά! χαρά! χαρά! χαρά! χαρά!»… χιλιάδες φορές, συνέχεια να φωνάζει «χαρά, χαρά, χαρά». Ηταν κάτι τρομερό, απολύτως απερίγραπτο ν’ ακούς εκείνην την φωνή τι τόνους έπαιρνε, πώς γινόταν, πώς «διογκωνόταν» σμίγοντας με τον αέρα, όντας φωνή μέσ’ απ’ τον τάφο –ΧΑΡΑ! ΧΑΡΑ! ΧΑΡΑ!… Ρώτησα την φίλη και μου είπε πως τον είχε ρωτήσει αν αυτουνού ήταν «εκείνοι οι στίχοι», κι εκείνος της απάντησε, «Είμαι δεκαεννέα χρόνων και μονάκριβων», κι ο νους μας πήγε κατ’ ευθείαν στον Ρεμπώ –στα δεκαεννιά του δεν έγραψε το «μονάκριβο» Μια εποχή στην κόλαση; Η φωνή συνέχισε να ακούγεται –«χαρά! χαρά! χαρά!…» τι χαρά ήταν πια εκείνη; –και συνάμα σ’ έναν βράχο απ’ την άλλη μεριά, που ήταν όμως σαν δίπλα, ο Νικ Κέηβ, με σκούρα μπλε ρούχα όλο μαρμαρυγές και μυτερό σκαρπίνι όπως στα Φτερά του έρωτα του Βέντερς, κάτι έκανε μοναχός του, έψαχνε ή τραγουδούσε. Και μετά τα συλλογιζόμουν όλα αυτά περπατώντας σε ωραίους δρόμους με κατάνθιστα δέντρα. Ποιος θα το ακούσει αυτό, έλεγα, και θα το πιστέψει; Κι όμως έγινε, το είδα με τα μάτια μου και θα το πω! Πέρασε κι ένας άγνωστος, ελαφρά ήταν ντυμένος και μονολογούσε: «Και πόσο κάνει αυτό; Πόοοοοσο κάνει αυτό;».
Σημείωση: ΥΓ. Μαρτίου 2017 –Οταν πέρσι το καλοκαίρι έμαθα ότι ο ένας από τους δίδυμους γιους του Νικ Κέηβ έχασε την ζωή του γλιστρώντας από κάτι βράχους, αφύσικο θα ‘ταν να μη θυμηθώ ένα «σχετικό» όνειρο που είχα δει πριν από χρόνια, αν και δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσα ακριβώς. Τον Ιούλιο του ’98 γνώρισα από κοντά τον Κέηβ σε μια συναυλία του στην Αθήνα και την επομένη ήπιαμε έναν καφέ μαζί στην ταράτσα του ξενοδοχείου του –ήταν και οι Bad Seeds εκεί, έκαναν ηλιοθεραπεία δίπλα στην πισίνα. Ανάμεσα στα άλλα μου μίλησε για τον γιο του Λούκας (μόνο αυτόν είχε τότε) και για το πόσο αγαπάει τα παιδιά. Του ευχήθηκα να κάνει κι άλλα, όσα ήθελε, αλλά απέφυγα να του πω ότι τον είχα δει κάνα-δυο φορές στον ύπνο μου, από φόβο μη θεωρήσει ότι «πήρα αέρα» –δεν ήμουν δα και καμιά νιόσκαστη ξεμυαλισμένη φαν… Αναφέρω το περιστατικό για τη σύμπτωση με τα βράχια και με το μικρό όνομα του Ρεμπώ, Αρθουρ: δεν είναι απ’ αυτά που θα με άφηναν ασυγκίνητη, καθώς και ο άτυχος δεκαπεντάχρονος γιος του Κέηβ λεγόταν επίσης Αρθουρ. Αλλά και κάτι ακόμη: όταν παρέδωσα τα πρώτα χειρόγραφα του παρόντος βιβλίου, θυμήθηκα ξαφνικά και το Χαράρ της Αβησσυνίας, όπου ο Ρεμπώ (χαρά! χαρά! χαρά!) είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ζυράννα Ζατέλη
Τετράδια
ονείρων
Εκδ. Καστανιώτη,
σελ. 240
Τιμή: 15,90 ευρώ