Δεν το κρύβω ότι πάντα είμαι καχύποπτος έναντι εγχειριδίων σύνοψης της Ιστορίας. Και όμως υπάρχουν παραδείγματα που αποδεικνύουν πως μια τέτοια a priori απόρριψη είναι πολύ αυθαίρετη. Τα τρία παρουσιαζόμενα εδώ τεύχη εντάσσονται σε αυτό το παράδειγμα. Χωρίς βεβαίως να μπορούν να τινάξουν από πάνω τους τον συνοπτικό χαρακτήρα τους, μας παραδίδουν μια ιστορία κατάθεσης γεγονότων, η οποία δεν φοβάται να κρίνει αυτά τα γεγονότα και κυρίως δεν τα αποϊδεολογικοποιεί.
Βεβαίως η ιστορία μιας περιόδου σημαίνει και ιστορία της οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης, των τεχνών και του πολιτισμού, των επιμέρους κινημάτων όπως το εργατικό, το νεολαιίστικο, των γυναικών κ.λπ. Εδώ έχουμε μόνο πολιτική ιστορία. Δεν απουσιάζουν όμως από αυτή την ιστορία οι ταξικές συγκρούσεις. Αυτές αποτελούν το υλικό πάνω στο οποίο ερμηνεύεται μια περίοδος τεράστιων διχασμών και συγκρούσεων.
Τεύχη – δεκαετίες
Ο καθηγητής και πολιτικός επιστήμων Θανάσης Διαμαντόπουλος μας παραδίδει τα τρία πρώτα τεύχη μιας ιστορίας που χωρίζεται σε έντεκα τεύχη και αφορούν την ιστορία της Ελλάδας, χωρισμένης σε δεκαετίες, από το 1910 έως σήμερα. Δέκα συν ένα μικρά τεύχη, όσον αφορά το μέγεθος, πολύ πυκνά όμως όσον αφορά το περιεχόμενο και τους προβληματισμούς που γεννούν.
Στο πρώτο τεύχος που αφορά τη δεκαετία του 1910 καταγράφεται το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα που γέννησε τον βενιζελικό αλλά και τον αντιβενιζελικό εθνικισμό. Στο δεύτερο έχουμε τη δεκαετία του ’20 που σφραγίστηκε από δύο εκθρονίσεις και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και στο τρίτο έχουμε την αναζωπύρωση του ιστορικού Διχασμού των προηγούμενων δύο δεκαετιών, ο οποίος οδηγεί σε μια μη βιώσιμη δημοκρατία και καταλήγει στη δικτατορία του Μεταξά. Ολα αυτά όχι ως απλές ιστορικές περιγραφές, αλλά ως προσεγγίσεις καταστάσεων και ιδεών.
Μια τριακονταετής περίοδος στην οποία υπήρχαν τέσσερις μονόπλευρες εθνοσυνελεύσεις αφού συμμετείχαν στις εκλογές μόνο οι βενιζελικοί ή μόνο οι αντιβενιζελικοί συνασπισμοί. Μια περίοδος με τουλάχιστον επτά μείζονα στρατιωτικά κινήματα. Μια περίοδος με δύο νόμους που ποινικοποιούσαν τη διαφορετική ιδεολογική άποψη. Εδώ θα σταθούμε για λίγο. Γιατί αν ο δεύτερος νόμος αυτός του «ιδιώνυμου» (1929), γνωστός και ως νόμος Βενιζέλου, ποινικοποιούσε την έκφραση των κομμουνιστικών ιδεών, ο πρώτος νόμος (1924) πρωτεργάτης του οποίου ήταν ο σοσιαλιστής Αλέξανδρος Παπαναστασίου ποινικοποιούσε τις φιλοβασιλικές ιδέες, αλλά και τη ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων. Μια περίοδος στην οποία έχουμε τη δολοφονία ενός μονάρχη και δύο δολοφονικές απόπειρες κατά του ηγέτη της άλλης πλευράς. Μια περίοδος τριών πολιτικών διωγμών σε κοινοβουλευτικό πλαίσιο και με δημοκρατικό μανδύα: τα Νοεμβριανά με το ανάθεμα κατά Βενιζέλου (1916)· οι διώξεις κατά των βασιλοφρόνων (1917-1920)· και το 1935 οι διώξεις κατά απάντων των βενιζελικών πολιτικών μετά το αποτυχημένο κίνημα.
Τέλος; Οχι. Στα τεύχη του παρόντος έργου θα διαβάσουμε και για δύο αμφιλεγόμενα δημοψηφίσματα. Το πρώτο έγινε στις 13 Απριλίου 1924 και αφορούσε την επικύρωση μιας απόφασης που είχε ληφθεί ήδη στις 25 Μαρτίου για κατάργηση της βασιλείας. Το δεύτερο έγινε το 1935, μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα και το οποίο με πλαστό ποσοστό 98% αποφάσισε την επιστροφή στη μοναρχία.
Αυτό όμως που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του πονήματος του Διαμαντόπουλου δεν είναι η παράθεση των ιστορικών γεγονότων, αν και τα παρακολουθεί και τα εξιστορεί με συνέπεια και ακρίβεια, αλλά το πλαίσιο των «πολιτικών διαιρέσεων» στα οποία εντάσσει όλα τα εξιστορούμενα πολιτικά γεγονότα.
Υπάρχει μια ιστορική ανάγνωση που θέλει τον Βενιζέλο να είναι ο εκπρόσωπος του νέου κατά του παλαιοκομματισμού, του εκσυγχρονισμού κατά της παράδοσης και της παραγωγικής αστικής τάξης κατά των παρασιτικών στρωμάτων. Ο Διαμαντόπουλος αν και δεν απορρίπτει εντελώς αυτή την ανάγνωση, αποφεύγει να την απολυτοποιεί. Δεν ήσαν όλοι οι «παλαιοκομματικοί» αναχρονιστές, μοναρχικοί, εκπρόσωποι της παρασιτικής Ελλάδας και δεν ήσαν όλοι οι βενιζελικοί εκσυγχρονιστές, δημοκράτες και εκπρόσωποι του υγιούς και παραγωγικού αστισμού. Και δεν ήσαν όλοι, πάντα, το ένα ή το άλλο.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος αρχικά διακήρυσσε θέσεις υπέρ μιας παρεμβατικής και πολιτικά ενεργού μοναρχίας. Μόνο μετά την εθνική Καταστροφή του 1922 άρχισε δειλά και αμφιταλαντευόμενος να τάσσεται κατά της βασιλείας ως θεσμού. Και αυτό όχι έως το τέλος. Εννέα ημέρες πριν πεθάνει –στην προσπάθειά του ίσως να μετριαστεί ο νέος διχασμός του ’35 –έστειλε επιστολή σε συνεργάτη του που υποστήριζε την απόφαση του βασιλέα Γεώργιου Β’ να τοποθετήσει ως υπουργό Στρατιωτικών τον Μεταξά, με διαφαινόμενο στόχο τον περιορισμό της «χούντας» των αντιβενιζελικών στρατηγών και του Παπάγου. Εγραψε τότε πώς δεδομένης της στάσης του Γεωργίου Β’, αυτός μέσα από την καρδιά του ήταν υποχρεωμένος να αναφωνήσει «Ζήτω ο Βασιλεύς». Χαιρόταν δηλαδή για την τοποθέτηση Μεταξά.
Ούτε –κατά τον συγγραφέα –ο Γεώργιος Β’ ήταν από θέση αρχής υπέρ των αντιδημοκρατικών λύσεων. Υποστηρίζει εδώ, όμως, ο Διαμαντόπουλος μια αμφιλεγόμενη –κατά τη γνώμη μου –άποψη που θέλει τον βασιλιά να είναι υπέρ της πολιτικής καταλλαγής και μόνο όταν είδε τους κινδύνους από τις αδυναμίες των κοινοβουλευτικών ανδρών ένθεν κακείθεν, την κοινωνική δυσαρέσκεια που οδηγούσε προς το ΚΚΕ, μόνο τότε αποφάσισε να οδηγήσει τα πράγματα στη δικτατορία Μεταξά.
Σύγκρουση με ομοϊδεάτες
Ο Βενιζέλος όχι μόνο δεν ήταν πάντα αντιβασιλικός, αλλά ούτε σε όλες τις κινήσεις του ήταν πάντα δημοκράτης. Και δεν μιλάμε εδώ για την περίοδο 1917-1920 ούτε και για το αντικοινοβουλευτικό κίνημα του ’35. Μιλάμε για τα πρώτα βήματά του το 1910, όταν από κοινού με τον Κωνσταντίνο διέλυσαν τη Βουλή που είχε προκύψει από τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 και προκήρυξαν νέες για τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Και τι να πούμε για τον τρόπο που διηύθυνε το κόμμα του, είτε ήταν εντός είτε εκτός Ελλάδας; Τρόπος που οδήγησε στη σύγκρουσή του με τους ομοϊδεάτες του. Οδήγησε σε αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «αποκλίνων βενιζελισμός» με κυρίαρχη φιγούρα αυτή του Παπαναστασίου αλλά και του Καφαντάρη και ακραία έκφραση αυτή του Κονδύλη. Επίσης ο μοναρχικός αυταρχισμός είχε γεννήσει και τον αποκλίνοντα αντιβενιζελισμό με κυρίαρχη την προσωπικότητα του Μεταξά.
Ούτε ο Βενιζέλος ήταν πάντα υπέρ της επέκτασης της Ελλάδας πέρα από τα σύνορά της του 1910 ούτε οι βασιλόφρονες υπέρ της παραμονής του status quo. Ηταν και οι δύο πλευρές εκφραστές ενός διαφορετικού πολιτικού εθνικισμού, γι’ αυτό και οι θέσεις υπέρ ή κατά του πολέμου εναλλάσσονταν μεταξύ αυτών των δύο εθνικισμών. Αλλά όμως ήσαν δύο εντελώς διαφορετικοί εθνικισμοί. Ο βενιζελικός εθνικισμός ήταν εξωστρεφής, φιλοδυτικός, αστικός και ο αντιβενιζελικός και μοναρχικός εθνικισμός ήταν αυτός της Κόκκινης Μηλιάς, του μαρμαρωμένου βασιλιά, του εξαδάκτυλου και της Αγια-Σοφιάς κ.λπ. Σήμερα αυτός ο εθνικισμός επανέρχεται ως γήπεδο.

Πιο βαθιές και πιο έντονεςοι τομές μετά το 1920

Οι διαιρετικές τομές ανάμεσα στο 1910-12 ήσαν σε γενικές γραμμές μεταξύ των βενιζελικών και των παλαιοκομματικών, το 1912-15 μεταξύ βενιζελικών και κωνσταντινικών, το 1915-17 μεταξύ αγγλόφιλων και γερμανόφιλων και το 1917- 1920 μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Τη δεκαετία του ’20 οι αντιθέσεις και οι τομές γίνονται πιο βαθιές και πιο έντονες, αλλά πλέον όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας δεν είναι μόνο πολιτικές («σωτήρας» κατά του «σωτήρα» της άλλης πλευράς, μονάρχης κατά πολιτικού ηγέτη, πολιτικός ηγέτης κατά των λοιπών συλλογικοτήτων), αλλά και ταξικές συν τη διαίρεση μεταξύ γηγενών και προσφύγων. Τη δε δεκαετία του ’30 έχουμε πλέον έντονες τις αντιθέσεις του αναζωπυρωμένου ιστορικού Διχασμού, τις ενδοπαραταξιακές συγκρούσεις και τον διπολισμό μετωπικού χαρακτήρα –που ενισχύθηκε από την απλή αναλογική του ’28 αλλά διατηρήθηκε και με τα μετέπειτα πλειοψηφικά συστήματα. Ολα αυτά οδήγησαν στη δικτατορία. Η αντίσταση σε αυτήν, λόγω και της πολιτικής κόπωσης, ήταν πολύ μικρή. Διαφοροποιήσεις υπήρχαν σχετικά με την εξωτερική πολιτική –με την Αγγλία ή τη ναζιστική Γερμανία και σε τελική ανάλυση μεταξύ των δύο πόλων εξουσίας, του μοναρχικού και του μεταξικού.

Βεβαίως στο βιβλίο, παρότι γίνεται ρητή αναφορά στις ταξικές αντιθέσεις, δεν γίνεται τόσο ενδελεχής ανάλυσή τους και έτσι ενώ περιγράφεται ο ρόλος της κομμουνιστικής Αριστεράς, ο ρόλος της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς όπως αυτή του Παπαναστασίου περιγράφεται μόνο ως αποκλίνων βενιζελισμός και όχι και ως αυτόνομο ρεύμα. Ετσι μερικές κρίσεις για τον Παπαναστασίου υπόκεινται στην κρίση της αντιπαράθεσης βενιζελισμός – αντιβενιζελισμός και όχι σε αυτή της δημοκρατίας – μοναρχίας ούτε σε αυτή του αστισμού – εργασίας.
Παρά αυτές μου τις ενστάσεις, συν το ότι δεν με ενθουσιάζει η περιοδολόγηση της Ιστορίας ανά δεκαετίες και όχι ανά πολιτικές τομές, βλέπω με ενδιαφέρον τον συγγραφέα να μην προστρέχει συνεχώς στην πολύπαθη έννοια του λαϊκισμού για να εξηγήσει –όπως κάνουν πολλοί άλλοι –ακόμη και για τις μεταβολές του καιρού. Eνας «δεξιός» μιλάει για εθνικισμούς και όχι γενικά και αόριστα για λαϊκισμό. Eχουμε εδώ να κάνουμε με ένα βιβλίο που δίνει τη μάχη κατά της υπεραπλούστευσης. Μια μάχη που τόσο πολύτιμη είναι σήμερα, μια εποχή που οι δικές μας διαιρετικές τομές αγγίζουν ανοησίες για συγκρούσεις μεταξύ «σταλινικών» και «αδηφάγων νεοφιλελεύθερων».
Στο δεύτερο τεύχος σχολιάζει το πρώτο ο Θάνος Βερέμης και στο τρίτο ο Ευάγγελος Βενιζέλος επισκοπεί τη δεκαετία του 30. Κάθε τεύχος ξεκινά με χρονολόγιο.

Θανάσης Διαμαντόπουλος

10 και μια δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων

Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα 1910-2017

Α. Η δεκαετία του 1910: Εθνικός Διχασμός

Β. Η δεκαετία του 1920:

Η Δημοκρατία των στρατοκρατών και των προσφύγων

Γ. Η δεκαετία του 1930:

Η μη βιώσιμη Δημοκρατία

Εκδ. Επίκεντρο, 2017, Α: σελ. 88, Β: σελ. 88, Γ: σελ. 104

Τιμή: 6 ευρώ κάθε τεύχος