Η Κορνουάλη είναι μια μικρής έκτασης ιστορική περιοχή στα νοτιοδυτικά της Αγγλίας, όπου ενδημούν μύθοι και θρύλοι από την εποχή ακόμη των δρυΐδων. Λοφώδης και ελώδης σε μεγάλα τμήματά της, δέρνεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό, σκιάζεται από εναλλασσόμενα νέφη, τυλίγεται σε παραπλανητικές ομίχλες. Το τοπίο μεταβάλλεται διαρκώς αντανακλώντας τις διαθέσεις του καιρού αλλά και την ψυχική κατάσταση του παρατηρητή. Γρανιτικές προεξοχές, ύπουλοι βάλτοι, ρείκια και λιβαδότοποι συγκροτούν ένα τοπίο ικανό να κρατά σε εγρήγορση τον ταξιδιώτη. Αρχικά κατοικημένη από κελτικά φύλα, ανέπτυξε τον δικό της ιδιόμορφο πολιτισμό στην περιφέρεια του αγγλικού έθνους, χωρίς μεγάλες πόλεις, με πολλές μοναχικές φάρμες και γραφικά χωριά. Ο τόπος αυτός, όπου έζησε για πολλά χρόνια η Δάφνη ντι Μοριέ (1907-1989), αποτελεί και το πλαίσιο των περισσότερων μυθιστορημάτων της, προσφέροντας ένα φόντο κατάλληλο για να αναπτύξει τα δραματουργικά της εργαλεία.
Ρομαντικά μοτίβα
Ετσι κι αλλιώς η ιδιότυπη αυτή συγγραφέας εμπνέεται από τον κόσμο της υπαίθρου περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον γραφιά των μέσων του εικοστού αιώνα. Στρέφοντας την πλάτη της στο παρόν, επιστρέφει στα ρομαντικά μοτίβα του 19ου αιώνα, με πύργους, γαιοκτήμονες, μοναχικές ηρωίδες, σκοτεινούς ιερωμένους, χηρείες και κληρονομικές διαμάχες, έναν ημιφεουδαρχικό κόσμο, σπαρμένο ωστόσο με άφθονο ρεαλισμό: οι φυσικές απειλές είναι παρούσες, όπως και η παρανομία, η φαυλότητα, το φονικό, η εκδίκηση, η ζηλοφθονία κι ένας υποδόριος ενστικτώδης ερωτισμός. Ολα τούτα μαζί με μια σοφή αίσθηση της εκτύλιξης μιας ιστορίας και των αναγκών μιας συνεκτικής πλοκής συνυπάρχουν στην «Ταβέρνα της Τζαμάικας» που έκανε λαμπρή κινηματογραφική καριέρα, όπως άλλωστε και πολλά άλλα έργα της Ντι Μοριέ.
Πανδοχείο στα βαλτοτόπια
Σημειωτέον ότι η Ταβέρνα της Τζαμάικας δεν έχει καμιά σχέση με το νησί της Καραϊβικής –βρετανική αποικία στις αρχές του 19ου αιώνα και θέατρο ποικίλων συγκρούσεων. Είναι ένα πανδοχείο καταμεσής στα βαλτοτόπια της Δυτικής Κορνουάλης, που η ονομασία της παραπέμπει μάλλον στα παλιά χρόνια της πειρατείας, του «Νησιού των Θησαυρών» και άλλων περιπετειωδών έργων της εποχής. Οι τωρινοί ιδιοκτήτες της είναι ένα παράξενο ζευγάρι: ο Τζος Μέρλιν, φύτρα ενός σογιού παρανόμων με μακρά ιστορία στο τοπικό έγκλημα, που τα περισσότερα μέλη του έχουν κακό τέλος, και η σύζυγός του, μια πρώην γοητευτική και τώρα μισότρελη γυναίκα, υποταγμένη στα άγρια μεθύσια και τη βία του Τζος, όπως και στις άνομες παρέες του. Σ’ αυτόν τον άγριο τόπο θα βρεθεί εξ ανάγκης η ηρωίδα του βιβλίου Μαίρη Γέλαν όταν πεθαίνει η χήρα μητέρα της και αναγκάζεται να εκποιήσει την οικογενειακή φάρμα, εγκαταλείποντας τη ζωή που αγαπά στο χωριουδάκι της.
Δίκτυο λαθρεμπόρων
Εξαρχής η Μαίρη θα έρθει αντιμέτωπη με τον τρόμο. Η Ταβέρνα της Τζαμάικας μόνο ταβέρνα ή πανδοχείο δεν είναι πια. Αποτελεί το άντρο ενός δικτύου παρανόμων της περιοχής των βάλτων που ασχολούνται με το λαθρεμπόριο ταμπάκου και αλκοόλ. Οι τύποι αυτοί, υπό την καθοδήγηση του Τζος, συχνά οδηγούν τα πλοία που περιπλέουν την ακτή να εξοκείλουν και ληστεύουν το φορτίο τους εξοντώνοντας ταυτόχρονα τους πιθανούς μάρτυρες. Καλά οργανωμένη επιχείρηση, προστατευμένη από ανώτερα κλιμάκια, που θα πάρει καιρό μέχρι η Μαίρη να την ξεκλειδώσει. Στο μεταξύ οι απόπειρές της να διαφύγει από τον κλοιό των βάλτων έχουν αποτύχει, ενώ πρόσκαιρη μόνο παρηγοριά θα βρει στην παρουσία ενός εν δυνάμει ερωτικού συντρόφου, του Τζεμ (αδελφού του Τζος) και ενός τοπικού αλμπίνου ιερωμένου, γοητευμένου από τον τόπο και τους θρύλους του, που ο ρόλος του θα αποκαλυφθεί μόνο περί το τέλος του βιβλίου. Φονικά και βίαιες σκηνές είναι κατεσπαρμένα σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενόσω ο άγριος χειμώνας και η συναρπαστική φύση της περιοχής συντελούν στη δημιουργία μιας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας. Ο τοπικός γαιοκτήμονας και εκπρόσωπος του νόμου θα συντελέσει στην απελευθέρωση της Μαίρης από τα δεσμά της αλλά μόνο επικουρικά, αφού είναι η ίδια η θαρραλέα ηρωίδα που θα οδηγήσει με τη δράση της στην τελική δραματική λύση. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πώς η Ντι Μοριέ καταφέρνει να αντιστρέψει τους ρόλους των ηρώων της, καθώς συχνά πυκνά οι κακοί αποδεικνύονται καλοί και το αντίστροφο.

Κρυμμένη ποίηση

Η γητειά των παλιών θρύλων

Ατμοσφαιρικό, ακριβές και αγωνιώδες, το θρίλερ αυτό της Ντι Μοριέ διαβάζεται με κομμένη την ανάσα, παρά τις κάποιες φλύαρες σελίδες του. Η φύση της Κορνουάλης είναι κυρίαρχη στην αφήγηση, όπως και η γητειά που ασκούν οι παλιοί θρύλοι στη συγγραφέα αλλά και στους ήρωές της. Είναι ενδιαφέρον ότι όλη η κρυμμένη ποίηση του απόκοσμου τοπίου αποκαλύπτεται μόνο όταν αρχίζει να διαφαίνεται η ευνοϊκή (εν μέρει τουλάχιστον) λύση της υπόθεσης: «Η Μαίρη περπατούσε μόνη στον βάλτο του Τουέλβ Μενς ενώ ο λυσσασμένος αέρας τη χτυπούσε στο πρόσωπο κι αναρωτιόταν γιατί το Κίλμαρ στα αριστερά της είχε χάσει το απειλητικό του ύφος και δεν ήταν πια παρά ένα αυλακωμένος λόφος κάτω από τον ουρανό. Ισως η αγωνία της την είχε τυφλώσει και δεν έβλεπε την ομορφιά γύρω της, την είχε κάνει να μπερδέψει τη φύση με τους ανθρώπους» (σελ. 340). Ωστόσο, αυτή τη φυσική ομορφιά η συγγραφέας έχει βοηθήσει με τις λεπτομερείς περιγραφές της να τη γνωρίσει εγκαίρως ο ίδιος ο αναγνώστης, καθιστώντας τη μάλιστα καθοριστικό στοιχείο της δράσης. Πολύ καλή η μετάφραση της Αννας Παπασταύρου σε ένα βιβλίο που επιτρέπει να επανεπισκεφθούμε περισσότερο ντεμοντέ εποχές (αλλά και αφηγηματικές μεθόδους).

Daphne du Maurier

Η Ταβέρνα

της Τζαμάικας

Μτφ. Αννα Παπασταύρου

Εκδ. Παπαδόπουλος 2017, σελ. 350

Τιμή: 10 ευρώ