«Εδώ ας σταθώ κι ας δω κι εγώ την φύσιν λίγο». Είναι ο μοναδικός στίχος στην ποίηση του Καβάφη που ο ποιητής έστω και για μια στιγμή ατένιζε τη φύση. Αμέσως μετά ξαναγυρίζει στα ανθρώπινα τοπία, στις επιθυμίες, στις ματαιώσεις, στις ψευδαισθήσεις, στις φαντασιώσεις της ηδονής και στην πικρόχολη ματιά πάνω στις εξουσίες, στις ηγεσίες των τυχάρπαστων και στις φρούδες ελπίδες των ταλαντούχων.
Αλλά γιατί αυτή η αποστροφή προς τη φύση; Βέβαια το καβαφικό έργο στην ωριμότητά του γράφεται όταν το ρομαντικό ιδεώδες, που συχνά αποθέωσε τη φύση σε όλο το εύρος των εκδηλώσεών του, κατέρρεε. Από τον Ληρ μέσα στην καταιγίδα, από τη μάχη του Αλαμο, έως τον Μόμπι Ντικ, την άσπρη φάλαινα και ακόμη έως την άγρια φύση που κατόρθωσε να συμβιώσει μαζί της εκείνος ο ναυαγός, ο Ροβινσώνας Κρούσος, η φύση είναι το πεδίο στο οποίο, ως πλαίσιο, αναπτύσσεται ο αγώνας των ανθρώπων για επιβίωση.
Επειτα στην ύστερη βιομηχανική εποχή η φύση βιάστηκε και αντιμετωπίστηκε ως πηγή πλούτου. Αλλοιώθηκε, αλλοτριώθηκε, καταστράφηκε και τα υλικά της χρησιμοποιήθηκαν για να την εκμηδενίσουν. Από την πυρίτιδα έως το ουράνιο που έγιναν πολεμικά εργαλεία θανάτου, η φύση ήταν που έδωσε εκβιαζόμενη την πρώτη ύλη.
Είναι αρχές Αυγούστου και βρίσκομαι σε μια ελληνική γωνιά δίπλα στη θάλασσα σε ένα παραδείσιο τοπίο, όπου η αρμύρα της θάλασσας παντρεύεται τις μυρωδιές των κίτρων και την αύρα των ανέμων που κατεβαίνει από τα κοντινά βουνά.
Στον μικρό φυσικό ορμίσκο όπου είναι ο ξενώνας μου αντικρίζω κάθε πρωί τις βαρκούλες, τις τράτες, τα κότερα και μετρώ πρώτα τα ιστία. Υστερα το βλέμμα κατεβαίνει στα σκαριά και με θάμβος αποκαλύπτεται μπροστά μου η σοφία των εμπειρικών ή των σπουδασμένων ναυπηγών. Ταξιδεύει η φαντασία χιλιάδες χρόνια πίσω στα ίδια αυτά νερά, σε νησιωτικές ή στεριανές ακτές όπου οι πρώτοι εκείνοι άνθρωποι τόλμησαν να εφαρμόσουν τις δυνατότητες που τους χάρισε η αποστασία του Προμηθέα. Εκείνος ο ημίθεος που ιδιοποιήθηκε τις δημιουργικές δυνατότητες του ανθρώπου, που το ζηλόφθονο θείον τις είχε καταδικάσει σε τυφλή αδράνεια, και εξαπέλυσε μέσω της απελευθερωμένης δύναμης μορφές, μεθόδους, εργαλεία. Ο δεσμώτης ημίθεος στον Καύκασο με τη διαβόητη κλοπή του δεν χάρισε στον άνθρωπο μόνο το δημιουργικό πυρ αλλά και τους αριθμούς, την αλφάβητο, τη μαντεία, την εξόρυξη των μετάλλων, την εξημέρωση των άγριων ζώων που τα ενέταξε στη στρατιά των δούλων του και βέβαια το χτίσιμο σκαριών και την κατασκευή ιστίων για να διασχίζει τις θάλασσες αναζητώντας και ανταλλάσσοντας αγαθά. Ο Προμηθέας χάρισε το αλέτρι και ο άνθρωπος εγκατέλειψε τον νομαδικό βίο περιπλανώμενος να βρει την τροφή του και άρχισε να καταπονεί τη γη, όπως λέει ο Σοφοκλής, φιδοσέρνοντας το αλέτρι, τιθασεύοντας τον ακμήτα ταύρο (τον ανευνούχιστο!).
Αν τα δει κανείς όλα αυτά από την κορυφή μιας άλλης θρησκείας, π.χ. της εβραϊκής, αλλά και μιας άλλης «μυθολογίας», θα συμφωνήσει πως η κατάκτηση και εκμετάλλευση της φύσης έγιναν εκείνο το τρομερό πρωινό που οι πρωτόπλαστοι τρώγοντας τον καρπό της γνώσης έχασαν τον Παράδεισο, όπου όπως οι αισχύλειοι ζούσαν σαν τα τυφλά μυρμήγκια και κερδίζοντας την ελευθερία τους συνάμα συνειδητοποίησαν πως ήταν και θνητοί.
Ηταν τότε με εμπνευστή τον Προμηθέα και τον Οφιν που η φύση ως κατοικία, καταφύγιο του ανθρώπου έγινε αντικείμενο, ο απέναντι, ο σύμμαχος αλλά συχνά και ο αντίπαλος, η μητέρα και η μητριά και κυρίως το χρήμα (θυμίζω ότι «χρήμα» είναι ουδέτερο που στα ελληνικά, όπως όλα τα έχοντα κατάληξη -μα, σημαίνουν το αποτέλεσμα, άρα χρήμα = το αποτέλεσμα του ρήματος χρώμαι, χρησιμοποιώ αλλά πώς λόγω της χρείας, της ανάγκης!).
Ετσι μέσα στην ιστορία μετά τον Καύκασο και την έξωση από τον Παράδεισο η φύση έγινε χρηστική, πεδίο εκμετάλλευσης (ό,τι σημαίνει αυτή η έννοια σήμερα εκκινώντας από την εξόρυξη των μετάλλων-ύλης εργαλείων και των πολύτιμων μετάλλων ανταλλακτικών αξιών-νομισμάτων).
Κάθομαι σε αυτή την ευλογημένη παραλία και για μέρες βλέπω σκαριά δεμένα και ορφανά. Ρωτώ. Κρίση στις τιμές των καυσίμων. Ακόμη και τα εντυπωσιακά κότερα που μετέφεραν παλιότερα αμέριμνους εφοπλιστές (τη μέριμνα την είχαν τα ποντοπόρα πληρώματά τους), αντί να ανοίξουν πανιά ή να φουλάρουν τις μηχανές αλλάζοντας κάθε μέρα μουράγιο στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου, τώρα δένουν σε έναν όρμο και αντί για τα τρικούβερτα παλιά τους γλέντια στις ταβέρνες της ακτής, βλέπω να δειπνούν στο κατάστρωμα ή στο ταχύπλοο.
Οχι! Δεν έχουν λείψει οι σπάταλοι και οι επιδειξίες του πλούτου, πιθανόν οι νεόπλουτοι. Γιατί οι παλιοί καραβοκυραίοι που έχτισαν τον στόλο τους παραλαμβάνοντας από τον προπάππου μια σκαμπαβία είναι και σεμνότεροι. Εξάλλου έχουν γνωρίσει κι άλλες κρίσεις ώστε για να επιβιώσουν έχουν μάθει να συρρικνώνουν τις ανάγκες τους. Μόνο οι νεόπλουτοι ή οι ανεγκέφαλοι κληρονόμοι των καπεταναίων επιδεικνύουν τα πλούτη τους και με τη χλιδή τους προσβάλλουν τους φτωχούς άνεργους και ξέμπαρκους νησιώτες ναυτικούς, που περνάνε τις ώρες τους στα καφενεία μετρώντας τις χάντρες του αφρικανικού τους κομπολογιού.
Εδώ που βρίσκομαι η καταστροφική μανία του ανθρώπου δεν έχει φτάσει στην ύβριν της φύσης. Υπάρχουν ακόμη βαθύρριζα δέντρα, ακόμη και εξωτικά φερμένα από τους παλιούς ναυτικούς από τα υπερπόντια ταξίδια. Ομως εκεί που χαίρεσαι ένα παρθένο τοπίο διασχίζοντας μια πλαγιά και κάτω η θάλασσα δέρνει τα βράχια, ξαφνικά ένα πληγωμένο βουνό ή ένα πολυτελές συγκρότημα ή ένα γιγαντιαίο ξενοδοχείο μέσα στην οργιάζουσα φύση. Για να χτιστούν αυτά τα μεγαθήρια έχουν ξεριζωθεί αιωνόβια δέντρα, οργιώδης βλάστηση, πηγαία νερά που κατέβαιναν κελαρύζοντας προς την ακτή, αλλά κυρίως έχουν αποδημήσει τα πουλιά πριν της ώρας τους ή έχουν αλλάξει «γειτονιά» για να επωάσουν τα αβγά τους.
Μια νότα αισιοδοξίας πάντως σε κυριεύει όταν διαπιστώνεις πως ευαίσθητοι αρχιτέκτονες δεν έχουν αλλοιώσει το τοπίο, έχουν εντάξει το κτίσμα τους στη φυσική ποικιλία και τα υλικά της οικοδόμησης (πέτρα, ξύλο, πανί) έρχονται και δένουν, και γίνεται μια συνέχεια της φυσικής αρχιτεκτονικής, των όγκων και των χρωμάτων, των σχημάτων και των μορφολογικών ποικιλιών.
Χωρίς να είναι «λαϊκή» η περιοχή που περιγράφω ανακαλύπτω πως γονείς, παππούδες, φίλοι και σύνοικοι της εξοχής έχουν ξαναγυρίσει στα παλιά παιχνίδια της ακτής. Οι πύργοι από άμμο, μια μπάλα. Λίγο τα εντυπωσιακά φουσκωτά, λίγοι οι εκδρομές με τα καΐκια. Λιτά φαγητά σε στρωμένες κάτω από τα πεύκα κουρελούδες αλλά ακόμη χαρά για ζωή.
Ατενίζοντας μια φύση που αγνοεί τα πάθη μιας κοινωνίας που εκτροχιάστηκε, βλέποντας τους συμπολίτες μου να πιάνονται από τα μαλλιά για να μην πνιγούν μέσα στην οικονομική φουρτούνα, ένιωσα μια βαθιά ταύτιση με τον υπέροχο στίχο του Εμπειρίκου που δογματίζει (και καλά κάνει) πως οι Ελληνες: «Εκαναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου»!