«Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου: ονειρεύτηκα πολύ. Ετσι ξέχασα να ζήσω»
Περιπλανιέται ο Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής μπορεί να κινείται στην επικράτεια και του Θεού και του ανθρώπου. Κάπως έτσι μπορεί να συναντήσει κανείς τον γενέθλιο τόπο. Και όταν συμβαίνει αυτό το θαύμα, απομακρύνεσαι από την αρχή σου, τείνοντας όχι στο τέλος, αλλά στο αχανές.
Αντιθέτως: αναβιώνει ένας ακατέργαστος λόγος θεοκρατικής ή εθνικιστικής σκληρότητας, που δεν χωράει αμφιβολία, που δημιουργεί ζώνες νομιμότητας και παρανομίας. Διχοτομικός, αντιστοχαστικός, αντιαγαπητικός, αντινεωτερικός. Ενας λόγος φοβισμένου, απειλούμενου, κινδυνεύοντος, ασταθούς πάντως. Υφέρπων, ζηλωτικός και πανταχού παρών, αναδύεται με κάθε μικρή ή μεγάλη αφορμή. Ταΐζεται ίσως από την οικονομική ένδεια και την πνευματική έκπτωση, οργανώνεται ως «απάντησή» της, ως εξισορρόπησή της. Ο κόσμος έχει ανάγκη αναφορών και σημάτων προσανατολισμού. Σε αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες τρέφεται και διαστρέφει ο φανατισμός.
Εντούτοις, στον αντίποδα, κοιτάει κανείς μεγάλες τοιχογραφικές συνθέσεις π.χ. σε μοναστηριακά και εκκλησιαστικά αρχιτεκτονήματα, σε μικρά λαϊκά εκκλησιαστικά κτίσματα και ανακαλύπτει πλήθος ασυνεπειών, μορφικών δανείων και αντιδανείων. Δίπλα στην καλοσχεδιασμένη μορφή του αγίου, ένα ρόδι ή μια δευτερεύουσα φιγούρα, ελεύθερα, ακανόνιστα πλασμένα, με ατημέλητο και ουσιαστικό χρώμα. Πίσω απ’ την εικονογραφική «νομιμότητα», ανθίζει η τόλμη, η απειθαρχία, η εκφραστική ελευθερία. Το να ταυτίζει όμως κανείς την εκκοσμίκευση με την πίστη, τις εικονογραφικές αρχιτεκτονικές και ποιητικές –κειμενικές μαρτυρίες της θρησκευτικής αφήγησης με το διαρκές αλλά μη συμβολαιακό γεγονός της πίστης, της παραδοχής και της προαίρεσης ουσιαστικά αδρανοποιεί την αγωνία του Θείου, τη λαϊκή υπαρκτική ανάγκη για «Θεό». Ναι ο (δια)θρησκευτικός φονταμενταλισμός φαίνεται ότι τορπιλίζει την ίδια την υπαρκτική αγωνία που κατά κάποιον τρόπο «θεώνει» και τον φτωχό, τον φοβισμένο, τον αποσυνάγωγο.
Και αυτή η τομή, η γραμμή θρησκευτικής νομιμότητας και παρανομίας από πολλούς σκιτζήδες εκτείνεται (εκβιαστικά, στρεβλωτικά και αστόχαστα) στις ποικίλες ρητορικές ενός εθνικιστικού και πατριδοκάπηλου εγωισμού. Διάφοροι προσπαθούν να θηρεύσουν στη μικροπολιτική μικρόνοια. Κατασκευάζονται έτσι πρόσωπα «μειωμένης» εθνικής, θρησκευτικής συνείδησης, που τάχα θέλουν την έκλειψη του έθνους, των παραδόσεων, των ρημάτων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η θρησκευτική και αυτοπροσδιοριστική ανάγκη μπαίνει στις μυλόπετρες της κομματικής αντιδικίας. Δεν είναι η πρώτη φορά που μπαίνουν σε ένα αυθαίρετο ζύγι πολύ σημαντικά και σύνθετα χαρακτηριστικά, όπως η εθνική και θρησκευτική συνείδηση. Συχνά, άνθρωποι τελείως διαφορετικών ρευμάτων σκέψης και πολιτικής κράσης κατατάσσονται σε νόμιμους και παράνομους, σε εγκεκριμένους και απορριφθέντες, σε καλούς και κακούς , σε φωταδιστές και σκοταδιστές. Και δεν συμβαίνει μόνο στον τόπο μας. Διεθνώς και στις πιο προωθημένες θεσμικά, πολιτιστικά και οικονομικά χώρες στη Σκανδιναβία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ (ας μη μιλήσουμε για τις ζώνες πολιτιστικής αναχαίτισης, αρχαϊκών καθεστώτων) αναβιώνουν διχοτομικά φαινόμενα, παρεπόμενες πράξεις εκδίκησης και τιμωρίας.
Εχοντας περάσει έναν εμφύλιο που στρατιωτικά έληξε το 1949 και πολιτικά – θεσμικά από το 1974 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, περιμένει κανείς μεγαλύτερη φειδώ, περίσκεψη από τα κόμματα, ειδικά αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν φύγει το κακό, δύσκολα μαζεύεται. Και δεν το «τρυγάει» κανείς.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής