Οι πυρκαγιές δεν έχουν φωτογένεια. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως σύμπασα η πολιτική ηγεσία απέφυγε να ποζάρει με φόντο τις φλόγες. Στα φλεγόμενα δάση δεν υπάρχει κανένα πλάνο, κανένας/μία πρόεδρος κόμματος, καμιά κυβέρνηση, καμιά αντιπολίτευση.
Οι λόγοι δύο: πρώτον, δεν τους κολακεύει το ντεκόρ και, δεύτερον, δεν τους συμφέρει επικοινωνιακά. Οποτε κι αν πάμε στις κάλπες κανείς δεν θέλει προεκλογικές αφίσες με τη μουρίτσα του πυρπολημένη σαν τουρκική ναυαρχίδα και πίσω σλόγκαν «Παρέδωσε καμένη γη». Ηλίου φαεινότερον. Ο κόσμος καίγεται στην κυριολεξία, όμως τον τελικό λόγο στον συντονισμό πυρόσβεσης τον έχουν οι επικοινωνιολόγοι.
Αν ζούσαμε σε μια νορμάλ χώρα, ποσώς θα μας απασχολούσε αν θα πήγαιναν ή όχι στις φωτιές οι πολιτικοί. Διότι αν ζούσαμε σε μια νορμάλ χώρα, θα πληρώναμε πυροσβέστες, θα είχαμε μηχανήματα, θα είχαμε οχήματα, θα είχαμε Καναντέρ, θα είχαμε εξοπλισμό, θα είχαμε, θα είχαμε και του πουλιού το γάλα που λέει ο λόγος.
Και πάνω απ’ όλα θα είχαμε έναν ισχυρό μηχανισμό και πρόληψης και καταπολέμησης των πυρκαγιών. Οχι που κάθε φορά συστηνόμαστε με τους εμπρησμούς σαν να μην έχουμε ξαναγνωριστεί ποτέ. Αν ζούσαμε σε μια νορμάλ χώρα, το κυρίαρχο μέσον πυρόσβεσης δεν θα ήταν ο κεσές αγελαδίτσα με το νεράκι μέσα.
Κι η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου μακριά, μακριά κι αγαπημένα απ’ τις φωτιές, στήθηκε για δηλώσεις. Σε μια περιοχή που ούτε τσακμάκι δεν έβλεπες, μην και ταυτιστεί το ίματζ της με τους εμπρησμούς.
Θεά, την αγαπώ, τέρμα. Με λουκ ξανθό βασανισμένο κι ένα βλέμμα επιμελώς ατημέλητο. Να φαίνεται το ξενύχτι, να γράφει στην κάμερα, να κάνει στέιτμεντ, ρε παιδί μου. Κι εννοείται, εμείς είμαστε οι χαζοί και δεν νογάμε. Ενώ όλοι αυτοί οι τύποι είναι ξύπνιοι και μας τη σκάσανε.
Ειδικά η Ρένα Δούρου με το αυστηρό βλέμμα ενός ντεμοντέ ινστρούκτορα μάς στηλίτευσε σκαιότατα επειδή, λέει, γράφαμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τι γλυκό. Εδώ πλέον ο σουρεαλισμός φεύγει απ’ τα χέρια του Αντρέ Μπρετόν και γίνεται κτήμα όλων των Ελλήνων. Καίγεται το σύμπαν γύρω σου κι εσύ δίνεις ντιρεκτίβα προβολής. Δεν υπάρχει αυτό. Ή μάλλον υπάρχει. Στη μενταλιτέ της περιφερειάρχου.
Απ’ την άλλη πλευρά, πυροσβέστες κι εθελοντές εξουθενώνονταν αλλά πολύ χαρωπά να το πω; με ένα μπρίο να το πω; Διότι άλλο η φωτιά του ’07 κι άλλο η φωτιά του ’17. Αλλο η φωτιά του Καραμανλή κι άλλο του Τσίπρα. Οταν βγάλαμε έξω τις φωτιές μας να τις μετρήσουμε, η αριστερή φωτιά βγήκε πιο τσουρούτικη από τη δεξιά. Να εδώ, τέτοια λέμε κι όλο κλαίμε μανίτσα μου –ποιανού η φωτιά είναι η μεγαλύτερη.
Και καλά ο Πρωθυπουργός την είπε την πατάτα του –γιατί πατάτα ήτανε, αδιαπραγμάτευτο. Ενας άνθρωπός του δεν βρέθηκε να τον σταματήσει; Ενας σύμβουλος σοβαρός κι αξιόπιστος σαν τον Καρανίκα για παράδειγμα;
Ομως υπάρχουν και καλά νέα. Οσονούπω ανακοινώνεται έκτακτο κυβερνητικό μέτρο δασοπυρόσβεσης με την κωδική ονομασία «κάνε φου φου να σβήσει». Κάνε φου φου να σβήσει γιατί οργάνωση δεν υπάρχει, εξοπλισμός δεν υπάρχει, ανθρώπινο δυναμικό δεν υπάρχει. Κάνε φου φου να σβήσει η φλογίτσα και να παίξουμε όλοι μαζί τον Μικρό Πυροσβέστη με τη ροζ μάνικα.
Και για να τελειώνουμε. Ο εμπρησμός είναι μια σοβαρή υπόθεση, εξού και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από σοβαρές κυβερνήσεις. Κυβερνήσεις είτε του 2007 είτε του 2017. Γιατί και του ’07 και του ’17 κοιτάνε το δέντρο. Που είναι η επικοινωνία. Δεν κοιτάνε το δάσος. Που είναι η χώρα μας.