Στις 9 Αυγούστου ήταν η δέκατη επέτειος της απόφασης της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas να παγώσει τις συναλλαγές σε επενδυτικά κεφάλαια αξίας 2,2 δισ. δολαρίων. Οσοι δραστηριοποιούμασταν τότε στις αγορές, θυμόμαστε το συγκεκριμένο συμβάν ως την αρχή της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης που είχε εκδηλωθεί από τον καιρό της Μεγάλης Υφεσης.
Πολλοί οικονομολόγοι και παρατηρητές των αγορών υποστηρίζουν ότι εξακολουθούμε να ζούμε τις συνέπειες της κρίσης αυτής και ότι βασιλεύουν ακόμη οι δυνάμεις που την προκάλεσαν. Αυτό εν μέρει είναι αλήθεια. Πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες εξακολουθούν να εφαρμόζουν αντισυμβατικές νομισματικές πολιτικές όπως η ποσοτική χαλάρωση, ενώ την ίδια στιγμή η παραγωγικότητα και η αύξηση των πραγματικών μισθών παραμένουν στάσιμες.
Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί κανείς δεν προέβλεψε την κρίση. Ως επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs εκείνη την εποχή, είχα γράψει τρεις μελέτες εξηγώντας γιατί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ ήταν μη διατηρήσιμο. Δυστυχώς κανείς δεν είχε δώσει σημασία σε αυτά τα συμπεράσματα.
Το 2007 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ είχε φτάσει ακόμη και το 6%-7% του ΑΕΠ. Την ίδια χρονιά το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας ήταν περίπου 10% του ΑΕΠ. Οι ΗΠΑ αποταμίευαν πολύ λίγα χρήματα και η Κίνα αποταμίευε πάρα πολλά. Για ορισμένους παρατηρητές αυτή η τεράστια διεθνής ανισότητα ήταν η πηγή της κρίσης. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, λένε οι ίδιοι, έκανε απλά τη δουλειά του αναζητώντας όλο και πιο έξυπνους τρόπους για να ανακυκλώσει τα πλεονάσματα. Τώρα, βέβαια, ξέρουμε ότι δεν έκανε καθόλου καλά αυτή τη δουλειά.
Από τότε πολλά άλλαξαν. Ομως υπάρχουν άλλες χώρες που τα τελευταία δέκα χρόνια παρουσίασαν τεράστιες ανισότητες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γερμανία, της οποίας το πλεόνασμα τώρα ξεπερνά το 8% του ΑΕΠ. Αυτό δείχνει τις τεράστιες ανισότητες που εξακολουθούν να υπάρχουν, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα κρίση. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη είναι μια ξαφνική επιδείνωση της κατάστασης, όπως είδαμε να συμβαίνει όταν είχε κλιμακωθεί η κρίση στην Ελλάδα.
Είναι αναπόφευκτο να εκδηλωθεί νέα χρηματοπιστωτική φούσκα. Κατά την άποψή μου δεν είναι πιθανό αυτή να προέλθει από τον τραπεζικό κλάδο, επειδή η εποπτεία εκεί είναι πια πολύ μεγάλη. Η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι κορυφαίες εταιρείες εξακολουθούν να επικεντρώνουν την προσοχή τους αποκλειστικά στα κέρδη τριμήνου, επειδή αυτά καθορίζουν τις αποδοχές των στελεχών τους. Οι Αρχές οφείλουν να εξετάσουν προσεκτικά τον ρόλο των επαναγορών μετοχών. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σημαντική νίκη απέναντι στα προβλήματα που έχει η οικονομία το διάστημα μετά την κρίση. Η Δύση χρειάζεται πραγματικές επενδύσεις, υψηλότερη παραγωγικότητα και μεγαλύτερες αυξήσεις στους μισθούς –όχι άλλα εταιρικά κέρδη.
Ο Jim O’Neill είναι πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management και πρώην υπουργός του κόμματος των Συντηρητικών της Βρετανίας. Είναι επίτιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ