Το προαιώνιο δάσος. Ορνια στις κορυφές των δέντρων, τσακάλια να γεννάνε στις κουφάλες τους. Σκαντζόχοιροι κατασπαράζουν τα ερπετά και τα ερπετά ποντίκια. Αρκούδες ξεπατώνουν τα μελίσσια, αγριόχοιροι τσακίζουν τα ξερόκλαδα. Ενα εκκωφαντικό ουρλιαχτό ανεβαίνει στον ουρανό κάθε νύχτα, κραυγές θανάτου και κραυγές οχείας, χαρμάνι αξεδιάλυτο. Τα ξέφωτα τού δάσους και η αδιαπέραστη καρδιά του.
Από τα βάθη του χρόνου, η Ευρώπη –και η ηπειρωτική Ελλάδα –καλυπτόταν σχεδόν από δάση. Οι πόλεις θεμελιώθηκαν σε όση, λίγη, γη περίσσευε. Πάνω στα έλη. Οι ταξιδιώτες απέφευγαν να διασχίζουν τα δάση. Καιροφυλακτούσαν ληστές, ενίοτε ανθρωποφάγοι. Τα παραμύθια του Μεσαίωνα εκεί έχουν τη μακάβρια αφετηρία τους. Οι δράκοι, οι κακές μάγισσες, ο Χάνσελ και η Γκρέτελ πάγωναν τα αίματα –καμιά σχέση με την εκμαυλιστική γοητεία του τραγοπόδαρου Πάνα, που το πολύ να σε αποπλανούσε και να σε έπαιρνε στην ακολουθία του. Και για τους Ελληνες ωστόσο, της αρχαιότητας, η προειδοποίηση ήταν σαφής: Εισχωρώντας στο δάσος, κινδύνευες να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με τη θεά Αρτέμιδα, που σε ένα διάλειμμα από το κυνήγι θα λουζόταν γυμνή. Η επιεικέστερη τιμωρία σου, να σε μεταμορφώσει σε λουλούδι.
Πληθυσμιακή και τεχνολογική εκτίναξη. Υλοτομία. Οι θηρευτές αντί με τα τόξα βγαίνουν πλέον με τουφέκια. Τα αγρίμια αποτραβιούνται, ο πληθυσμός τους αρχίζει να συρρικνώνεται. Παλικαράδες παραβιάζουν το άβατο, χαράσσουν μονοπάτια και επιστρέφουν φορτωμένοι με βρώσιμο κρέας και με τομάρια. Οι άνθρωποι ξεθαρρεύουν, χτίζουν οικισμούς, φοράνε στα σκυλιά τους αγκαθωτά περιλαίμια για να μην τα σβερκώνουν τα θηρία. Φτιάχνουν νερόμυλους, ταΐζουν τα τζάκια με κορμούς. Η Κοκκινοσκουφίτσα παντρεύεται τον κυνηγό που της χαρίζει την πιο αφράτη γούνα. Χορεύουν πάνω στο πτώμα του λύκου. Η ψυχή της γιαγιάς αγάλλεται.
Η βιομηχανική επανάσταση σε κύματα. Οι πόλεις γεμίζουν με εργοστάσια. Τον φεουδάρχη διαδέχεται ο καπιταλιστής. Μαύροι καπνοί απ’ τα φουγάρα, υγρά απόβλητα που κυλούν πλάι στους δρόμους και χύνονται στα ποτάμια, μολύνουν το περιβάλλον. Το δάσος ανακηρύσσεται πνεύμονας. Ρομαντική καταφυγή. Οι αστοί το προσεγγίζουν οδηγώντας αυτοκίνητα, οι καλλιτέχνες το υμνούν, κάποιοι το σέβονται κανένας όμως πια δεν το φοβάται. Ο Ντίσνεϊ σερβίρει τη μοντέρνα εκδοχή της Χιονάτης. Εκτός από τη μοχθηρή μητριά, όλοι οι υπόλοιποι εμφορούνται από τα αγνότερα αισθήματα. Οι επτά νάνοι διαβιούν κρυμμένοι στα βάθη του δάσους όχι επειδή τούς εξόρισε εκεί ο κοινωνικός ρατσισμός αλλά διότι, απλούστατα, είναι ιδιοκτήτες αδαμαντωρυχείου.
Το παγκοσμίως απαράμιλλο κλίμα της Αττικής οφειλόταν στην αύρα από τον Σαρωνικό σε συνδυασμό με τα κατάφυτα όρη της. Στην Πάρνηθα τον Μεσοπόλεμο εκτός απ’ τα κοπάδια κατέφευγαν και οι φυματικοί –το σανατόριο στο οποίο εκτυλίσσεται το «Μαγικό βουνό», το αριστούργημα του Τόμας Μαν, μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στη θέση του μετέπειτα καζίνου. Επί Κατοχής, οι Αθηναίοι ξύρισαν τον Υμηττό για να ζεστάνουν τα κοκαλάκια τους, οι λύκοι μετακινήθηκαν βορειότερα όπως και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μετά την ήττα στα Δεκεμβριανά.
Αφού οι εσωτερικοί μετανάστες μετέτρεψαν –με το δίκιο της ανάγκης τους –τις αθηναϊκές αυλές σε πολυκατοικίες, από το τσιμέντο αναδύθηκε ένας καινούργιος τύπος Ελληνα. Ο ανερχόμενος μικρομεσαίος που νοσταλγεί τις ρίζες του, συχνά φαντασιακές. Τα όσα ακολούθησαν είχαν με ακρίβεια προδιαγραφεί.
Το όραμα του εξοχικού. Τα εντός και τα εκτός σχεδίου αγροτεμάχια. Οι πολεοδομίες. Οι μεσάζοντες. Οι εργολάβοι που μπαζώνουν ρέματα και ανατινάζουν βράχους. Οι εμπρηστές. Ο «επιτυχημένος» που κοιτάζει έντρομος απ’ την πισίνα του –ένα μόλις χιλιόμετρο από τη θάλασσα –την απέναντι πλαγιά να απανθρακώνεται και καταριέται εκείνους που με την κακοποιό τους δράση επέτρεψαν και στον ίδιο να ανεγείρει τη βίλα των ονείρων του επάνω σε παλιότερα αποκαΐδια. Οι πυροσβέστες που ρισκάρουν τη ζωή τους. Οι πολιτικοί που όντας στην κυβέρνηση κατά κανόνα ολιγωρούν και επιστρέφοντας στην αντιπολίτευση κατακεραυνώνουν. Τα ΜΜΕ που εμπορεύονται τον πανικό. Οι ηλίθιες διασημότητες που δράττονται της ευκαιρίας για να υπενθυμίσουν την ύπαρξή τους, να πετάξουν την παρόλα τους. Οι συνωμοσιολόγοι. Οι θρησκόληπτοι που παραληρούν.
Τι κοινό έχουν όλοι οι παραπάνω, με εξαίρεση τους ήρωες της Πυροσβεστικής; Αντιλαμβάνονται το δάσος, την ύπαιθρο γενικά –ό,τι αποκαλούν φύση –σαν συμπαθητική αντίθεση προς το άστυ. Ειδυλλιακό τοπίο, εκδρομικό προορισμό. Το σέβονται ενίοτε ώστε να συνεχίσει να εξυπηρετεί την ανάγκη τους για αναψυχή. Αυταπατώνται ότι το έχουν δαμάσει, εξού και το μετονομάζουν σε «περιβαλλοντολογικό πάρκο» και βαυκαλίζονται πως το εξερευνούν με αρβυλάκια πολυτελείας και ψηφιακούς χάρτες –«γιατί να μην πιάνει παντού το κινητό;».
Δεν διαχωρίζω στην πράξη τον εαυτό μου. Ούτε ρέπω προς την εσχατολογία. Νιώθω απλώς, βαθιά μέσα μου, ότι το δάσος διατηρεί το επάνω χέρι. Η αγριότητά του αποτελεί ζήτημα χρόνου να εκδηλωθεί ξανά, ατιθάσευτη. Στο τέλος, το δάσος θα μας καταπιεί. Και θα επικρατήσει εκ νέου μια δικαιοσύνη πέρα από τα ανθρώπινα.