θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με μια κατάθεση. Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όχι όμως τόσα ώστε να μπορεί κανείς να ξεχνά, κάποιος ανίκανος (πράγμα δυστυχώς σύνηθες) υπηρεσιακός παράγοντας έκανε την γκάφα της ζωής του. Είχε συμβεί στις διεθνείς πολιτιστικές ανταλλαγές της Ελλάδας να έχει σταλεί στην Ιαπωνία το Εθνικό Θέατρο με θίασο εξαίσιο (Μινωτής, Παξινού, Καλλέργης, Βόκoβιτς κ.λπ.) να παρουσιάσουν αρχαίο δράμα. Οι ιάπωνες ομόλογοι στον πολιτισμό εις ανταπόδοσιν, σε έναν χρόνο έστειλαν στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών τη «Μήδεια» του Ευριπίδη με πρωταγωνιστή τον μεγάλο ηθοποιό Χίρα. Ο εδώ βλαξ «υπεύθυνος» εξυπνάκιας είπε: «Τι ξέρουν οι Ιάπωνες από τραγωδία, αλλά αφού είμαστε υποχρεωμένοι εξαιτίας των ανταλλαγών να το εισπράξουμε, ας στείλουμε την παράσταση στον Λυκαβηττό, να βγούμε από την υποχρέωση». Ηρθαν οι ιάπωνες καλλιτέχνες και βρεθήκαμε να παρακολουθούμε την παράσταση 8-10 άτομα. Ο Μινωτής, ο Μεσσάλας με τη γυναίκα του, εγώ με τη γυναίκα μου, η Μαρία Χορς και ένα ζευγάρι Ιαπώνων, πιθανόν ή της πρεσβείας ή τουριστών.
Οταν τέλειωσε εκείνη η εκπληκτική παράσταση, ο Μινωτής άφωνος για πολλή ώρα είπε πως θα ήθελε να πάμε κάπου να συζητήσουμε, γιατί δεν θα άντεχε να γυρίσει στη μοναξιά του σπιτιού του (η Παξινού ήδη είχε αναπαυθεί). Οταν καταφύγαμε έως τα ξημερώματα σ’ ένα ταβερνείο των Εξαρχείων, ο Μινωτής που δεν διακρινόταν για σεμνότητα, αντιθέτως είχε και έπαρση για τη δουλειά του, είπε: «Αν είχα δει αυτή την παράσταση, δεν θα τολμούσα ποτέ να ανεβάσω “Μήδεια” με την Κατίνα και να υποδυθώ τον αγγελιοφόρο!».
Εκτοτε η «Μήδεια» έχει βουλιάξει στην ορχήστρα της Επιδαύρου πολλές φορές. Και οι σκηνοθετικές υπογραφές ήταν και έγκυρες και πεπειραμένες (Ροντήρης, Σολομός, Βολανάκης, Στάιν) και άπειρες και αμήχανες (Λιβαθινός, Βασίλιεφ, Βουτσινάς, Κοντούρη, Χρονόπουλος, Χαραλάμπους, Λαζάνης). Ο σπουδαίος Ευαγγελάτος την ανέβασε δύο φορές αλλάζοντας και μετάφραση. Την πρώτη απέτυχε, τη δεύτερη με Μήδεια τον Κιμούλη βρήκε τις ισορροπίες και άφησε καλές εντυπώσεις στην τεράστια τραγική του κληρονομιά (8 Αισχύλους, 7 Σοφοκλήδες, 6 Αριστοφάνηδες, 13 Ευριπίδηδες!). Γιατί αναφέρθηκα στην εξαίσια «Μήδεια» του Νιναγκάουα με τον Χίρα και τις φιλότιμες προσπάθειες μεγάλων και φιλόδοξων ελλήνων σκηνοθετών; Διότι πιστεύω πως το αριστούργημα του Ευριπίδη (παρ’ όλο που πήρε το τρίτο βραβείο στην εποχή που παίχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια, κι αυτό σημαίνει κάτι) είναι αυτό που η παράδοση του παγκόσμιου θεάτρου ονομάζει «έργο καταραμένο». Τέτοιο χαρακτηρισμό έχει ο σαιξπηρικός «Μάκβεθ». Οι άγγλοι ηθοποιοί όταν αναφέρονται σ’ αυτό το αριστούργημα δεν λένε ούτε το όνομά του, αλλά «Αυτό»!
ΤΙ ΦΤΑΙΕΙ; Πού τάχα βρίσκεται η αιτία που οδηγεί σε φιάσκο, αμηχανίες, φιοριτούρες, συμβολισμούς και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις και συχνότατα γελοιοποιήσεις και του κειμένου και της ερμηνείας του;
Βέβαια δεν είναι το πραγματικά αδιανόητο, ακόμη και για την ηθικά ανισόρροπη εποχή μας, η εν θεάτρω ωμή παιδοκτονία που κάνει δύσκολη τη διείσδυση σε αυτή τη χαώδη μορφή που συνέλαβε ο Ευριπίδης αλλάζοντας μάλιστα και τον κοινόχρηστο «μύθο» που παρέλαβε από τους παλαιότερους. Διότι δική του επιλογή ήταν η παιδοκτονία, έως τότε ο μύθος που κυκλοφορούσε ανέφερε πως τα παιδιά της Μήδειας τα σκότωσαν οι Κορίνθιοι.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Συμβαίνει, και προσωπικά το έχω επανειλημμένα επισημάνει, πως το πρόβλημα, ο πυρήνας της τραγωδίας, δεν είναι η ερωτική εκδίκηση που μας πάει αναλογικά στις «φόνισσες του Αιγάλεω ή των Ταμπουρίων»! Εν πρώτοις, το θεμελιώδες πρόβλημα είναι διαπολιτισμικό. Για τον ευριπιδικό τραγικό μύθο η Μήδεια είναι ηλιακή θεότητα! Για την παγκόσμια άλλη λογοτεχνία οι γυναίκες κατάγονται από τη Σελήνη και τις φάσεις της. Η Μήδεια του Ευριπίδη καθαίρεται αναλαμβανόμενη από άρμα ηλίου και επιστρέφει στην ηλιακή τροχιά.
Η τρομερή αυτή γυναίκα έχει ήδη εθιστεί στον φόνο: έχει σκοτώσει το τέρας που φύλαγε το χρυσόμαλλο δέρας, έχει σκοτώσει τις κόρες του Πελία, έχει σκορπίσει στο πέλαγος τα κομμάτια του μικρού αδελφού της για να καθυστερήσει τον πατέρα της που την κυνηγά στο πέλαγος.
Κι όλα αυτά γιατί για εκείνην ο έρωτας δεν είναι ούτε συνθήκη, ούτε συμβόλαιο, ούτε συμφέρον, ούτε καπρίτσιο, ούτε ορμονική εκτόνωση.
Σ’ ένα εξαίσιο απόσπασμα μιας χαμένης αισχυλικής τραγωδίας διαβάζουμε πως κάποτε στο βάθος του καιρού ο Ουρανός πόθησε τη Γη και η Γη τον Ουρανό και τότε ο Ουρανός συγκέντρωσε τα σύννεφα, άστραψε και βρόντηξε από πόθο, έγινε καταρράκτης και έπεσε στη Γη, που άνοιξε να δεχτεί το σπέρμα του. Και το σπέρμα του έφτασε βαθιά στη μήτρα της Γης και η Γη γέννησε τα φυτά και τα ζώα και τον άνθρωπο και έτσι από αυτό το συνταρακτικό σμίξιμο έγινε το χάος Κόσμος.
Η Μήδεια λοιπόν δεν είναι η φόνισσα της γειτονιάς που σκοτώνει τα παιδιά της απλώς για να εκδικηθεί τον επίορκο εραστή. Επειδή είναι το απόλυτο θήλυ, η Γη που ανοίγει για να δεχτεί τον αρσενικό Ουρανό και το σπέρμα του, όταν προδίδεται και νιώθει εξαπατημένη, αφού εκείνη «δόθηκε» και εκείνος τη χρησιμοποίησε ως όχημα καριέρας, συμφέροντος και πρόσκαιρης ηδονής, προβαίνει σε μια «έκτρωση». Σκοτώντας τα παιδιά της επιστρέφει το σπέρμα στον απατεώνα σπορέα. Εκδικείται τον εαυτό της γιατί αφέθηκε στη χαρά της επιστροφής στην ενότητα του ζεύγους.
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη είναι μια βαθιά κριτική στην αλλοίωση που επέφερε ο πολιτισμός μας στις αρχέγονες πηγές των ενστίκτων. Κι αυτό ήταν μια από τις μεγάλες τομές που προσκόμισε στον πολιτισμό της ανθρωπότητας ο ελληνικός πρώτος διαφωτισμός μέσω των σοφιστών.
Αυτή την προσέγγιση του αριστουργήματος του Ευριπίδη μόνο ο Νιναγκάουα με τον μεγαλοφυή Χίρα την κατόρθωσαν. Οι ελληνικές και οι ευρωπαϊκές «Μήδειες» πέτυχαν επιμέρους. Εγώ, πενήντα τόσα χρόνια θεατής και κριτικός αργότερα, κρατώ λίγες εξαίρετες ερμηνείες. Τον Μινωτή αγγελιοφόρο, την Παξινού στις στιγμές τόλμης και μετάνοιας μπροστά στα μικρά της, την Ασπασία Παπαθανασίου στην αποθέωσή της και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ (Ιάσονα) στην τελική σκηνή που σπαράζει ζητώντας να θάψει τα παιδιά του, τη μουσική του Χατζιδάκι και το σκηνικό του Μίτσελ στην παράσταση του Βολανάκη και το κοστούμι του Μετζικώφ που φόρεσε η Λήδα Τασοπούλου.
Και έφτασε η ώρα να μαγειρέψει η Κάλμπαρη. Τι να πω λοιπόν για τον οπτικό και ακουστικό αχταρμά που είδα στην Επίδαυρο. Τέτοια σύγχυση, τέτοια παρανάγνωση, τόση έλλειψη ταπείνωσης μπροστά στο δυσπρόσιτο έργο. Τόση αλαζονεία δίκην οδοστρωτήρα όπου συναγελάζονται η μετάφραση του Χειμωνά με αποσπάσματα από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, τη «Μήδεια» του Σενέκα, ο Θεόκριτος και ό,τι μάζευε η σκούπα. Σε μια παράσταση που θύμιζε ιταλική κινηματογραφική εκδοχή της «Ιλιάδας» με τη Συλβάνα Μάνγκανο. Οταν μάλιστα σου περισσεύουν ηθοποιοί στον θίασο «γράφεις» και έναν ρόλο για τη Γλαύκη και βέβαια ταπεινώνεις μια καλή ηθοποιό όπως είναι η Μαρία Ναυπλιώτου και της κοτσάρεις δίπλα την Αλεξάνδρα Καζάζου, γιατί δεν έχεις εμπιστοσύνη πως η ηθοποιός που επέλεξες θα μπορέσει, όπως έχει καθήκον κάθε ερμηνευτής, να δομήσει έναν μεγάλο ρόλο με τις αντιφάσεις του. Τον έκανε λοιπόν διφασικό, αλλά γλιτώσαμε τον τριφασικό.
Ο καλός ηθοποιός Φραγκούλης (Ιάσων) καθοδηγήθηκε να γελοιοποιήσει τον ρόλο. Κατόρθωσε να γίνει γελοιωδέστερος από τον Μαρμαρινό (Ιάσονα) στην πρώτη σκηνοθεσία του Ευαγγελάτου, που του ξέφυγε στην πρεμιέρα και του την… έφερε.
Σεμνές οι παρουσίες του Μυλωνά (Κρέων) και του Γεννατά (Αιγέας). Η λειψανδρία του θιάσου έκανε γυναίκα (Κ. Τάκαλου) τον Αγγελο (ρόλο που δόξασε ο Μινωτής).
Ευρηματικό το σκηνικό του Ζαμάνη (ένα συζυγικό κρεβάτι) αν δεν υπήρχε το ακριβώς ανάλογο στον Οθέλλο του Χαραλάμπους (Κύπρος).
Ενα παράπονο: ακούστηκαν Πλάτων, Σαπφώ, Αρτεμίδωρος, Μνησίλοχος, Πλούταρχος και άλλοι. Και ο Μποστ;
Και κάτι έσχατον: Δεν είναι προσβολή στη Σχολή Κουν ένας ολόκληρος θίασος να ρητορεύει φάτσα φόρα στο κοινό;