Ο διάλογος γύρω από το διεθνές συνέδριο που διοργανώνει η εσθονική προεδρία για την «Ευρωπαϊκή ημέρα μνήμης των θυμάτων του ναζισμού και του κομμουνισμού» είναι μια ακόμα επιβεβαίωση της αρχής ότι η ιστορική ανάλυση είναι θέμα επιστημονικής μελέτης και ορισμού. Η ιστορική ανάλυση δεν μπορεί να παραδίδεται στο έλεος των κάθε λογής σκοπιμοτήτων και να ράβεται στα μέτρα των διαφόρων αρχομανών προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα και τις βλέψεις τους.
Βροχή τα λογικά ερωτήματα που δημιουργούνται. Γιατί άραγε άνθρωποι που αφιερώθηκαν στον αγώνα για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια να επιμένουν να διακρίνουν τα θύματα εγκληματικών ενεργειών σε «δικά μας» και «δικά τους»; Γιατί μειώνεται άραγε η αξία της δικής τους προσφοράς όταν καταδικάζουν πράξεις που αντιβαίνουν τις αρχές για τις οποίες αγωνίστηκαν; Γιατί η εξύμνηση της θυσίας στο σκοπευτήριο της Καισαριανής αντιτίθεται στην καταδίκη της σφαγής στο Κατίν;
Κι ύστερα, γιατί η σημασία της ηρωικής αντίστασης και της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης του σοβιετικού λαού που έκρινε ουσιαστικά και την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υποβαθμίζεται με την καταδίκη του σταλινικού καθεστώτος; Γιατί στην Ελλάδα «το όχι το είπε ο λαός» και στη Σοβιετική Ενωση το είπε ο Στάλιν, που είχε ήδη υπογράψει τη Συνθήκη Μολότοφ – Ρίμπεντροπ εξασφαλίζοντας τα ανατολικά σύνορα του Χίτλερ για όσο καιρό το χρειαζόταν;
Από την αρνητική απάντηση που έδωσε ωστόσο, σχετικά με τη συμμετοχή της, η ελληνική κυβέρνηση, προκύπτουν και άλλα ερωτήματα. Γιατί αποφάσισαν τώρα, στελέχη της πάλαι ποτέ Ανανεωτικής Αριστεράς, στελέχη που πρωτοστάτησαν με πάθος στην καταδίκη των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και έκαναν ιδεολογική σημαία τους τις κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις σοβιετικές επεμβάσεις, να ταυτιστούν ξαφνικά με τις χειρότερες περιόδους της κομμουνιστικής εξουσίας;
Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια ιδεολογική αλλαγή. Η ιδεολογία αυτής της κυβέρνησης έχει άλλωστε προσαρμοστεί από καιρό στις ανάγκες της παραμονής της στην εξουσία. Γι’ αυτό και έχει αποφασίσει να προχωρήσει στον δρόμο που την κράτησε στην εξουσία μέχρι τώρα, διευρύνοντας το λαϊκίστικο αντιευρωπαϊκό μέτωπο που τη στηρίζει. Γι’ αυτό και απευθύνεται στοχευμένα σε ένα κοινό που έλκεται από την προκλητική πολιτική στάση κυβερνητικών στελεχών.
Το μέτωπο του λαϊκισμού έχει ακόμα σημαντικά περιθώρια διεύρυνσης. Με την «απάντηση Κοντονή» ανοίγει ο δρόμος προσέγγισης τόσο με το ΚΚΕ και τους ψηφοφόρους του όσο και με τους νεοδιεθνιστικούς πυρήνες που επανεμφανίζονται στη σοσιαλδημοκρατία. Παγιώνεται φυσικά το μέτωπο με τους ΑΝΕΛ και τις άλλες δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις, εντός και εκτός Νέας Δημοκρατίας, που έτσι κι αλλιώς, οι περισσότερες δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα ούτε από τα ναζιστικά εγκλήματα.
Το λαϊκίστικο μέτωπο είναι λίγο – πολύ δεδομένο. Το ζητούμενο είναι η άμεση σύσταση ενός ισχυρού μεταρρυθμιστικού πόλου, μιας μεγάλης προοδευτικής παράταξης ικανής να εμπνεύσει με το όραμα και τους στόχους της και να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή και αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
περιοδικού www.metarithmisi.gr