Και υπέρ αλλά και εναντίον της μνημονιακής δέσμευσης. Και ο κάθε υπουργός να μεταφέρει κάποια δικά του ακίνητα στο Υπερταμείο, αλλά και να κρατήσει εκείνα που θα του επιτρέψουν να κάνει τη δική του πολιτική.
Σε αυτή τη συνταγή του «λίγο απ’ όλα», που εφαρμόζει γενικότερα η κυβέρνηση, ώστε να μένουν όλοι ικανοποιημένοι, και το εγχώριο ακροατήριο αλλά και οι θεσμοί, φαίνεται ότι κινείται και η μνημονιακή υποχρέωση για την ένταξη της ακίνητης περιουσίας των υπουργείων στο Υπερταμείο.
Κάποιοι υπουργοί προβάλλουν εύλογες ενστάσεις, καθώς μέσω της ακίνητης περιουσίας, όπως η αγροτική, ασκούν πράγματι κοινωνική πολιτική. Αλλοι πάλι φιλοδοξούν να γίνουν οι ίδιοι… real estate developers, δίχως να είναι σαφές πώς αυτό θα συμβεί όταν το Δημόσιο δεν έχει την τεχνογνωσία.
ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΛΙΓΑ. Οπως και να έχει, το συμπέρασμα είναι το ίδιο. Τα χιλιάδες ακίνητα των διαφόρωνυπουργείων, που θα κατέληγαν στο Υπερταμείο μαζί με εκείνα του Οικονομικών,ως εγγύηση για το δάνειο του 3ου Μνημονίου, φαίνεται ότι θα περιοριστούν σε μερικές εκατοντάδες. Ή και σε λιγότερα αν λάβει κανείς υπόψητην ούτως ή άλλως χαοτική κατάσταση που επικρατεί με τα ακίνητα του Δημοσίου, όπου τα μισά είναι καταπατημένα, αμφισβητούμενα, διπλοεγγεγραμμένα ή απλώς ανύπαρκτα.
Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν οι πρώτες συνεδριάσεις της ειδικής επιτροπής που συστάθηκε τον Ιούνιο στο υπουργείο Οικονομικών, με τη συμμετοχή 39 υπαλλήλων από συνολικά 17 υπουργεία, προκειμένου να εντοπίσουν τα πιο εμπορικά και αξιοποιήσιμα ακίνητα που έχουν στην κατοχή τους, ώστε να καταλήξουν στο Υπερταμείο.

ΓΙΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ. Το κυνήγι των φιλέτων έκανε πρεμιέρα τον Ιούλιο, αρχής γενομένης από δύο υπουργεία, που στα χαρτιά τουλάχιστον εμφανίζονται να διαθέτουν τεράστια ακίνητη περιουσία, το Αγροτικής Ανάπτυξης και το Υγείας, ενώ στην πορεία ακολούθησαν και άλλα.
Τα έως τώρα, ωστόσο, ευρήματα μάλλον χαμηλώνουντον πήχη των αρχικών προσδοκιών. Η ηγεσία, για παράδειγμα, του Αγροτικής Ανάπτυξης λέγεται ότι διαχώρισε εξαρχής τη θέση της, κάνοντας σαφές ότι το υπουργείο θα διατηρήσει στην κατοχή του όλα τα καλλιεργήσιμα αγροτικά ακίνητα, που τα υπολογίζει σε 1,7 εκατ. στρέμματα, καθώς σκοπεύει να τα χορηγήσει σε ακτήμονες ή να τα αξιοποιήσει. Αν και θα πρέπει να συμφωνήσουν και οι θεσμοί, εντούτοις, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, η θέση αυτή φέρεται ναέγινε αποδεκτή από την αρμόδια επιτροπή και έτσι η συζήτηση επικεντρώθηκε στα αστικά ακίνητα του υπουργείου. Σε μια πρώτη λοιπόν προσέγγιση και με κριτήριο τα 500 τετραγωνικά και άνω, εντοπίστηκαν στο μητρώο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης81 αστικά ακίνητα εντός Αττικής, δηλαδή οικόπεδα.
Σαφή εικόνα για τα υπόλοιπα ανά την Ελλάδα ακίνητα, δηλαδή σε Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και άλλες μεγάλες πόλεις, θα έχει το υπουργείο όταν του απαντήσουνοιΠεριφέρειες στο ερώτημα που τους απέστειλε,ποια είναι διαθέσιμα και ποια καταπατημένα, ποια αμφισβητήσιμα και ποια δασικά. Στην πράξη δηλαδή ζητά να μάθει πόσα από αυτά υπάρχουν στην πραγματικότητα, καθώςστη βάση δεδομένων του υπουργείου είναι καταχωρισμένα ακίνητα που έχουν απαλλοτριωθεί εδώ και δεκαετίες και παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται ακόμη στην ιδιοκτησία τους. Ηδη στην περιοχή της Αθήνας διαπιστώθηκε ότι κάποια από τα 81 οικόπεδα είχαναπαλλοτριωθεί πριν από χρόνια και ανήκουν πλέον στην έκταση του Ελληνικού. Με άλλα λόγια, κάποια από τα αστικά αυτά ακίνητα είναι μάλλον ανύπαρκτα!

ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ. Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Πριν από μήνες το υπουργείο Υγείας αποφάσισενα καταγράψει την ακίνητη περιουσία του ΕΣΥ, που προέρχεται κυρίως από κληροδοτήματα. Και αυτό καθώςελάχιστα νοσοκομεία ήταν σε θέση να πουν με ακρίβεια πόσα κτίριατους ανήκουν, με συνέπεια αντί να αξιοποιούνται, να νοικιάζονται άλλα. Η γενική εικόνα θέλει τα μεγάλα νοσοκομεία και το υπουργείο Υγείας να έχουν στην κατοχή τους εκατοντάδες κτίρια από κληροδοτήματα, αγνώστου αξίας, αφού ποτέ μέχρι σήμερα δεν ολοκληρώθηκε η αναλυτική καταγραφή τους. Μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει το 2012 έπεσε τελικά στο κενό επειδή είτε πολλοί διοικητές νοσοκομείων δεν είχαν ανταποκριθεί, είτε δεν κατέστη δυνατό να ξετυλιχθεί ποτέτο κουβάρι των μπλεγμένων σε δικαστικές και γραφειοκρατικές διενέξεις κληροδοτημάτων.
Το εγχείρημα με άλλα λόγια αφενός είναι τεχνικά σύνθετο, αφετέρου δεν αποκλείεται να διχάσει ξανά την κυβέρνηση, όπως είχε συμβεί τον περασμένο Απρίλιο με τις ΔΕΚΟ (σ.σ.: αυτές που επρόκειτο να πάρουν τον δρόμο για το Υπερταμείο), ενώ δενλείπουν και οι νόμιμεςεξαιρέσεις.
Στην περίπτωση, για παράδειγμα, του υπουργείου Εργασίας και των εποπτευόμενων από αυτό φορέων, τα περίπου 1.100 ακίνητα της περιουσίας του ίδιου και των ασφαλιστικών ταμείων έχουν εξαιρεθεί από τη μεταβίβαση στο Ταμείο. Οπως έχει διαβεβαιώσει η Εφη Αχτσιόγλου στη Βουλή, με αφορμή ερώτησηγια την περιουσία του ΠΙΚΠΑ, το υπουργείο προχωρά στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του με όρους ανταγωνιστικούς και με στόχο μέρος από τα έσοδα να διατεθούν για την ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και την αναβάθμιση υποβαθμισμένων περιοχών. Μέχρι πρότινος, 50% των ακινήτων του υπουργείου εμφανίζονταν κενά ή αναξιοποίητα, μόλις 14% από αυτά ήταν μισθωμένα και μόνο 6% με ιδιόχρηση.
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ. Οσο για την τεράστια ακίνητη περιουσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, από οικόπεδα, νησιά, πρώην στρατόπεδα, μέχρι παλιά πεδία βολής, πρώην αεροδρόμια και λιμάνια, ο Πάνος Καμμένος έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι θα τα αξιοποιήσει το ίδιο το υπουργείο μέσω των δικών του υπηρεσιών. Τον Ιούλιο μάλιστα, απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή σχετικά με την αξιοποίηση της νήσου Φλέβες στον Αργοσαρωνικό, όπου συνήθως ασκούνται οι επίλεκτες δυνάμεις του Ναυτικού, ο υπουργός είχε αποκαλύψει ότι θα προκηρυχθεί ηλεκτρονικός διαγωνισμός για τη μακροχρόνια εκμίσθωσή τους. Παλαιότερα είχε κάνει λόγο για δύο επενδυτικές προτάσεις, μία από το Αμπου Ντάμπι, ύψους 3,6 δισ. ευρώ,για δημιουργία στις Φλέβες ενός «resort» ικανού να δεχθεί22.000 άτομα,και μία από το Ισραήλ για κατασκευήενός «Silicon Island», δηλαδή ενός πρότυπου κέντρου έρευνας και ανάπτυξης. Το τι απ’ όλα αυτά θα συμβεί, τι θα απογίνει με την ακίνητη περιουσία των Ενόπλων Δυνάμεων, που κατά τον υπουργό έχει αποτιμηθεί σε 37 δισ. ευρώ, και κατά πόσο κάποιο τμήμα της θα μεταφερθεί στο Υπερταμείο, παραμένει άγνωστο.