«Μου λένε πως ο Τζακ Νίκολσον είναι ένας υπέροχος “δραματικός” ηθοποιός. Τους ρωτάω, πόσο συχνά κάνει κωμωδία; Για να κάνεις το κοινό σου να γελάσει πρέπει να επέμβεις σκληρά στη προσωπικότητά σου, να αλλάξεις ριζικά αυτό που είσαι. Δεν υπάρχει περίπτωση εγώ να ανέβω στη σκηνή και να σκοντάψω σε αυτό το μικρό δοκάρι που προεξέχει. Αλλά ο “Τζέρι” θα το κάνει. Πρέπει να το κάνει! Ετσι εγώ πρέπει να πάρω τη ματαιοδοξία μου και να την πετάξω στα σκουπίδια, να πάρω τον εγωισμό μου και να τον σκορπίσω, να ανοίξω την πόρτα σε όλα τα θηρία. Και ξαφνικά βρίσκομαι, πρωτοχρονιάτικα επί σκηνής, και βλέπω στο κοινό ένα πανέμορφο κορίτσι, δίπλα σε ένα κομψό και καμαρωτό αγόρι. Και παραδίπλα, μια οικογένεια, φίλους, αδελφούς, παιδιά. Ενώ εγώ είμαι μόνος στο πάλκο, έτοιμος να γελοιοποιηθώ για να τους διασκεδάσω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δράμα. Δεν υπάρχει! Γιατί πρέπει να επικαλεστώ κάτι που δεν θέλω στ’ αλήθεια. Γιατί κι εγώ θέλω να βρεθώ δίπλα στην οικογένειά μου και να διασκεδάσω, ενώ κάποιος άλλος κόπανος τραβάει τα πάνδεινα στη σκηνή. Και όμως, την ίδια στιγμή που σου τα λέω αυτά, δεν αισθάνομαι τίποτα το υποτιμητικό, τίποτα το ταπεινωτικό στη δουλειά μου. Το μόνο που σκέφτομαι είναι “ας ήμουν κάποιος άλλος ετούτη τη στιγμή”. Και κάνει δράμα ο Τζακ Νίκολσον; Μαθαίνει πολύ καλά τις ατάκες του, σκηνοθετείται από υπέροχους σκηνοθέτες, και φυσικά είναι ο ίδιος ένας υπέροχος ηθοποιός. Τι δραματικό βρίσκεις σε αυτό; Είναι ένας υπέροχος ηθοποιός που μαθαίνει τις ατάκες του και δεν γελοιοποιείται ποτέ. Και έρχονται μετά κάποιοι δημοσιογράφοι και μου λένε “σκεφτήκατε ποτέ να κάνετε κάτι δραματικό;”. Ανόητοι: Το κάνω από την πρώτη στιγμή που αποφάσισα πως θέλω να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε!».
ΕΧΘΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η δήλωση αυτή (που προέρχεται από συνέντευξη του με τον Ιάπωνα θεωρητικό του κινηματογράφου Κρις Φουτζιγάρα, και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του «Jerry Lewis” που εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι το 2009), είναι ίσως η πιο καίρια παρατήρηση του Τζέρι πάνω στο έργο του. Στις κωμωδίες του Λιούις, βλέπετε, ερχόμαστε πάντα αντιμέτωποι με έναν ήρωα που προσπαθεί –στα όρια της απελπισίας –να ενταχθεί σε ένα περιβάλλον που είναι πάντα εχθρικό απέναντί του, πολλές φορές αψηφώντας ακόμα και τους νόμους της φυσικής. Και ο περιβάλλων χώρος, πάντοτε καλοστημένος, προσεγμένος μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας (οι εσωτερικοί χώροι στο έργο του Λιούις μοιάζουν με εξωφρενικά παζλ μεγαλοαστικών αποχρώσεων –θυμηθείτε τη βιβλιοθήκη στο διαμέρισμα του Ντανιέλ Οτέιγ στο «Κρυμμένος» του Μίκαελ Χάνεκε). Ολα στημένα και συντεθειμένα με κόπο και δομημένα με αυστηρότητα. Οσο αυστηρή και σκληρή είναι και η κοινωνία απέναντι στον «κλόουν» –γι’ αυτό και εκείνος την καταστρέφει, έστω και άθελα του, με το που εμφανίζεται στο κάδρο. Μερικοί απορούσαν γιατί ο Νίκος Νικολαΐδης δήλωνε πως έβλεπε και ξανάβλεπε τις ταινίες του Τζέρι Λιούις. Μα, υπήρξε μεγαλύτερος Απόκληρος στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά;
Παρεξηγημένος από τους αμερικανούς συναδέλφους του (εκτός από μεγάλους δημιουργούς όπως ο Κόπολα και ο Σκορσέζε που βαρούσαν προσοχή στο άκουσμα του ονόματός του) και λατρεμένος στην Ευρώπη –ιδιαιτέρως στη Γαλλία –από σκηνοθέτες όπως ο Τριφό και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο Τζέρι Λιούις γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1926, γόνος ενός ταλαντούχου κονφερασιέ και μιας πιανίστριας που έκαναν καριέρα περιοδεύοντας με μπουλούκια την Αμερική. Βρέθηκε πρώτη φορά στη σκηνή σε ηλικία πέντε ετών. Θα έλεγε κανείς πως επέλεξε την καριέρα του κωμικού επειδή δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο. Κι όμως, εκτός από σπουδαίος κωμικός, υπήρξε χαρισματικός τραγουδιστής και, πάνω απ’ όλα, ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής, η δουλειά του οποίου ως σκηνοθέτη έχει αποτελέσει το επίκεντρο πολυάριθμων ακαδημαϊκών μελετών.
Η καριέρα του ξεκίνησε το 1946, όπου κόλλησε υπέροχα δίπλα στον ηθοποιό Ντιν Μάρτιν, δίνοντας παραστάσεις σε νυχτερινά κέντρα και ραδιοφωνικά σόου, και στη συνέχεια πρωταγωνιστώντας σε μια σειρά ταινιών που γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ο Μάρτιν ήταν ο «γόης», ο Λιούις ο «παλιάτσος». Η συνεργασία αυτή έλαβε τέλος το 1956 όταν ο Λιούις αποφάσισε να εξελίξει την κωμική του περσόνα. Μετά το 1957, πρωταγωνίστησε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, όπως το ασπρόμαυρο «The Bellboy» (όπου έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, γράφοντας για πρώτη φορά και το σενάριο), το αριστουργηματικό «Δάσκαλος για κλάματα» (που ξαναγυρίστηκε αποτυχημένα από τον Εντι Μέρφι δεκαετίες μετά) αλλά και το «Βασιλιάς για μια μέρα» του Μάρτιν Σκορσέζε, παραγωγής 1983, όπου πρωταγωνίστησε πλάι στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Μάλιστα, μια σκηνή σε εκείνη την ταινία τη σκηνοθέτησε ο ίδιος!
Ο Λιούις βραβεύθηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με πολλά βραβεία στις Κάννες, στο Φεστιβάλ Βενετίας και στην Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών κερδίζοντας όχι ένα, αλλά δύο αστέρια στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλιγουντ. Αφησε την τελευταία του πνοή χθες το βράδυ στο σπίτι του, στο Λας Βέγκας. Πίσω του αφήνει μια μυθική αλυσίδα επιτυχιών, έτοιμη να ανακαλυφθεί από ένα κοινό του οποίου οι κωμικές αναφορές ξεκινούν από τον Ζακ Γαλυφιανάκη και τελειώνουν στους Simpsons. Κι όμως, ό,τι μας κάνει να γελάμε στην αμερικανική κωμωδία οφείλει την ύπαρξή του στον Τζέρι Λιούις. Τον Δραματικότερο όλων!