O ναζισμός και ο κομμουνισμός είναι δύο διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα, γι’ αυτό και έχουν και άλλα ονόματα. Ναζισμός το ένα, κομμουνισμός το άλλο. Ιστορικοί, πολιτικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι κ.λπ. τα μελετούν, όπως και τα καθεστώτα που ιδρύθηκαν στο όνομά τους, για να βρουν τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του καθενός, ομοιότητες και διαφορές. Αυτό θα λέγαμε είναι το επιστημονικό ζήτημα. Υπάρχει όμως και το πολιτικό.
Επί έναν και πλέον αιώνα, οι δύο αυτές ιδεολογίες είναι ενεργές επιλογές –live options, κατά τον φιλόσοφο William James –δηλαδή επιλογές που δεν αφορούν απλώς ένα θεωρητικό ζήτημα, αλλά έχουν συνέπειες στη σημερινή ζωή. Γι’ αυτό και διεκδικούνται, καταδικάζονται, επανορίζονται, διαφοροποιούνται ή συμφύρονται ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις. Πριν από μερικές δεκαετίες υπήρχαν τόσες πολλές διαφοροποιήσεις στον κομμουνιστικό χώρο –σοσιαλισμός των σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών, ευρωκομμουνισμός, μαοϊσμός, κ.λπ. –που ο γενικός όρος κομμουνισμός ακουγόταν σαν βαρβαρισμός. Ελάχιστους εξέφραζε χωρίς προσδιοριστικό και ελάχιστοι τον διεκδικούσαν. Ομως, μετά το 1989 οι διαφοροποιήσεις χάθηκαν στο μεγάλο χωνευτήρι της ήττας του. Ολα, επί του πολιτικού, έγιναν ένα για τους υπερασπιστές και τους αντιπάλους του. Επίσης, μερικές δεκαετίες πριν, η από κοινού πραγμάτευση του ναζισμού και κομμουνισμού ήταν αδιανόητη. Οι εμπειρίες όμως των λαών στην Ανατολική Ευρώπη ήρθαν ορμητικά στο προσκήνιο και σάρωσαν παλαιές διακρίσεις και επιφυλάξεις.
Επί του πολιτικού, λοιπόν, ο υπουργός Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να τοποθετήσει τη χώρα εκτός της σύγχρονης εποχής, εκτός του πλαισίου που έχει ψηφίσει η ΕΕ σπεύδοντας να δηλώσει, με ένα ασυνάρτητο κείμενο, ότι μένει πιστός στις παρακαταθήκες του κομμουνισμού ακόμη κι αν περιέχουν εγκλήματα. Αρνήθηκε να πάει σε συνέδριο, όχι για την καταδίκη του κομμουνισμού εν γένει, αλλά για την καταδίκη των εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων, των εγκλημάτων δηλαδή που πριν από κάποιες δεκαετίες το κόμμα του ιδρύθηκε για να καταδικάσει. Η Ευρώπη συζητάει, αλλάζει, κοιτάζει μπροστά, και ο Σταύρος Κοντονής κηρύσσει την επιστροφή προς τα πίσω, στις ρίζες, πριν ακόμη και από την εποχή του Χρουστσόφ.
Μπορεί κανείς για λόγους συναισθηματικούς, προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας, να δυσκολεύεται ή να μη θέλει να προσαρμοστεί στις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό είναι κατανοητό και σε ορισμένες περιπτώσεις σεβαστό σε προσωπικό επίπεδο. Σε πολιτικό όμως επίπεδο, δεν είναι σεβαστό να επιλέγεις για τη χώρα σου, με το έτσι θέλω, τον αναχωρητισμό και τον εξαιρετισμό, να μη θέλεις να μετέχεις στην κοινή συζήτηση, να μη θέλεις να μάθεις και εφόσον ξέρεις ή μαθαίνεις να μην καταδικάζεις καθαρά εγκλήματα. Πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις σκέφτομαι τους διαφωνούντες ή απλώς τους μη συνεργάτες των καθεστώτων αυτών. Οχι μόνο ήταν στο έλεός τους, αλλά δεν είχαν και πουθενά να στραφούν. Οι θύτες τους αντιπροσώπευαν για ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης το καλό απέναντι στον κακό ιμπεριαλισμό κι αυτοί ήταν οι αποστάτες, συνεργάτες του εχθρού ή απλώς παράπλευρες απώλειες. Ηταν πολύ μόνοι. Απέναντι και σε αυτούς χρειάζεται δικαιοσύνη.
Η Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ