Ο Γιάννης είναι ήρωας. Ψυχάρα. Παιχταράς. Θεός. Τίμησε την Ελλάδα. Μας έκανε περήφανους. Μας συγκίνησε. Αυτά μέχρι προχθές –που λέει ο λόγος. Γιατί από χθες ο Γιάννης είναι αχάριστος. Προδότης. Πουλημένος. Και ψεύτης. Σνομπάρει τη χώρα που τον δέχθηκε, τον φιλοξένησε και τον ανέδειξε. Από τον Αντετονκούμπο τυλιγμένο με τη γαλανόλευκη μέχρι το «γαλανόλευκο σκοτάδι», έτσι όπως το αναφέρει ο Μιχάλης Γκανάς στο ποίημά του «Πατριδογνωσία», ούτε καν μια κακοφορμισμένη ανακοίνωση της ΕΟΚ (αυτή που παρήγαγε το πυώδες υβρεολόγιο) δρόμος. Απλώς μία στροφή επιτόπου.
Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Αν και θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε τα πνευματικά του δικαιώματα. Ή μάλλον τα ψυχικά. Ή μάλλον τα «μικροψυχικά» αφού συγκεντρώνει πολλά στοιχεία της εθνικής μας παθογένειας. Θέλουμε είδωλα. Μεγάλα είδωλα. Γιατί όσο πιο μεγάλα είναι τόσο περισσότερο κρύβουν τα δικά μας ελλείμματα. Και συγχρόνως καραδοκούμε, περιμένουμε την πρώτη τους ανθρώπινη ρωγμή. Εναν τραυματισμό στο γόνατο. Τον οποίον, παρά τις επίσημες ανακοινώσεις του ΝΒΑ και των Μιλγουόκι Μπακς, αμφισβητεί κυρίως αυτός που πέντε – έξι φορές τον χρόνο θα επικαλεστεί νευροκαβαλίκεμα για να μην πάει στη δουλειά του. Και που θέλει τον Γιάννη να προσφέρει ως θυσία στην ποδιά της δικής του αμετροέπειας μια θέση στον μπασκετικό γαλαξία των ΗΠΑ που αποτιμάται, μέχρι στιγμής, γύρω στα εκατό εκατομμύρια δολάρια. Οταν αποθεώνεις τον Αντετοκούνμπο επειδή θεωρείς ότι έτσι γίνεσαι όμοιός του· όταν τον αποδομείς, πιστεύεις ότι είσαι καλύτερός του. Αυτή είναι η μοίρα των ειδώλων. Η χρήση τους. Να υπάρχουν εκεί, για να υπαγορεύουν αυτό που ο καθένας φαντασιώνεται ότι είναι. Μέχρι να κατασπαραχθούν. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο.