Παραμονές της επετείου της δολοφονίας του Τρότσκι ο μεν κ. Κοντονής είχε την άτυχη έμπνευση να υπερασπιστεί τα κομμουνιστικά καθεστώτα ενώ η κ. Γιαννακάκη διέπραξε την αθλιότητα να κατηγορήσει για φιλοναζισμό την Εσθονία, που έχει δύο φορές υποδουλωθεί από την κομμουνιστική Ρωσία. Η βαλτική χώρα οργανώνει ενωσιακή διάσκεψη με θέμα «Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα». Ως αρμόδιος υπουργός ο κ. Κοντονής αρνήθηκε συμμετοχή με το πρόσχημα ότι «ο ναζισμός και ο κομμουνισμός δε θα μπορούσαν ποτέ να υπάρχουν ως τα δύο μέρη της ίδιας εξίσωσης». Ο ναζισμός δεν αναφέρεται σαν θέμα της διάσκεψης, αλλά όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Ας μιλήσουμε για τη μύγα, λοιπόν. Οχι για τις ιδεολογικές διαφορές κομμουνισμού – ναζισμού, για το αν η εξάλειψη «εχθρικών τάξεων», όπως οι κουλάκοι, είναι ευγενέστερη ιδεολογία από την εξάλειψη «κατώτερων φυλών», όπως οι Εβραίοι. Ούτε για το ότι τα εκατομμύρια αμάχων που δολοφόνησαν οι ναζί είναι πολύ λιγότερα από τα εκατομμύρια που εξόντωσαν ΕΣΣΔ, Κίνα, Καμπότζη. Αλλά για τις πολιτικές πρακτικές των κομμουνιστικών καθεστώτων και τις επιπτώσεις που μπορούν να έχουν σήμερα.
Αυτό που συνδέει ναζισμό και κομμουνιστικά καθεστώτα και δεν θέλει να δει ο κ. Κοντονής είναι η θεοποίηση της πολιτικής βούλησης και πράξης, η πλήρης αυτονόμησή τους από την κοινωνία και η άσκηση απόλυτης εξουσίας. Τα πάντα πρέπει να υποταχθούν στη θέληση του κόμματος και του φωτισμένου αρχηγού, είτε φύρερ είτε γενικού γραμματέα. Οχι μόνο δεν είναι ανεκτοί αντίπαλοι αλλά συνεχώς κατασκευάζονται εχθροί που απειλούν τα ζωτικότερα και ύψιστα, τον σοσιαλισμό ή τη φυλή: Εβραίους, Σλάβους, κουλάκους, προδότες και πράκτορες του ιμπεριαλισμού μέσα στο κόμμα –που εξοντώνονται, όπως ο Τρότσκι.
Ο Χίτλερ, ο Μάο, ο Στάλιν, ο Πολ Ποτ δεν εξολόθρευσαν εκατομμύρια ούτε κατέκτησαν άλλες χώρες για λόγους ιδεολογικούς, εθνικούς ή ταξικούς ή φυλετικούς: ήθελαν να κερδίσουν και να διατηρήσουν την απόλυτη εξουσία· για τον ίδιο λόγο έκαναν και εκκαθαρίσεις στις ηγετικές ομάδες τους. Σε συνθήκες «αστικής δημοκρατίας», ο κ. Κοντονής μπορεί να ασκεί το επάγγελμα του πολιτικού χωρίς να ρισκάρει τη ζωή του, και χωρίς να φοβόμαστε εμείς για τις δικές μας, καίτοι ανήκει σε κόμμα που θεοποιεί την πολιτική και για τούτο αδιαφορεί για τις επιπτώσεις της στην κοινωνία όπως απέδειξε η «σκληρή διαπραγμάτευση» –και επιπλέον κατασκευάζει συνεχώς εχθρούς (διαπλεκόμενους, δωσίλογους, φιλοναζί Εσθονούς…) για να διατηρηθεί στην εξουσία.
Αυτή είναι η πραγματική μύγα: μιλώντας για τους παλιούς κομμουνιστές, ο κ. Κοντονής θα έπρεπε να αναστοχαστεί πάνω στην πολιτική του κόμματός του και αν, σε συνθήκες 21ου αιώνα, είναι «εγκληματική» ή όχι.