Ας μου συγχωρεθεί το βιωματικό του κειμένου αλλά ο δημόσιος μύθος της Λάσκαρη υπολείπεται του ιδιωτικού της. Την πρωτοείδα από κοντά όταν ήμουν γύρω στα έξι και εκείνη ένα «κορίτσι για φίλημα» στο απόγειό του. Τρώγαμε ένα μεσημέρι με την οικογένειά μου σε εστιατόριο της Θεσσαλονίκης και η Ζωή, σε ένα παραδιπλανό τραπέζι, …έκλαιγε. Φορούσε ένα κόκκινο πουλόβερ κι αν έχω συγκρατήσει αυτή τη σκηνή είναι διότι, από τότε, δεν το αντέχω να κλαίνε οι άνθρωποι υπό το φως του ήλιου. Πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα τι εσωτερική απελευθέρωση προϋποθέτει το να είσαι η Ζωη Λάσκαρη, τη δεκαετία του 1960, και να έχεις τα κότσια να κλαις δημόσια μέρα μεσημέρι.
Δεκαπέντε, περίπου, χρόνια μετά πρωτοσυστηθήκαμε. Της ανέφερα το περιστατικό και ήταν ίσως η αφορμή να ξεκινήσει μια φιλία που κράτησε περισσότερα από τριάντα χρόνια. Με τα πάνω της και τα κάτω της, με γέλια και με κλάματα, με τσακωμούς και σπαραξικάρδιες συμφιλιώσεις. Με το ένα χέρι να σε νταντεύει και το άλλο να σε «σφαλιαρίζει» για τις κουτσουκέλες που έκρυβες αλλά εκείνη τις ήξερε πριν ακόμη τις κάνεις. Τελευταία φορά μιλήσαμε ανήμερα της Παναγίας αλλά από την Παρασκευή μια εικόνα, από τα βάθη της δεκαετίας του 1980, έχει στοιχειώσει, στο μυαλό μου. Πηγαίναμε στην Ικαρία και επειδή είχα αργήσει να φτάσω στο λιμάνι, κρατούσε τα σκοινιά του πλοίου λες και θα το εμπόδιζε να φύγει. Αυτό ήταν η Ζωή. Η πίστη της (και ψευδαίσθησή της συγχρόνως) ότι μπορεί να αλλάξει τη ροή του κόσμου. Και είναι αυτή η τόσο ζωντανή εικόνα των χεριών της με τα νευρώδη δάχτυλα και τα παιδικά νύχια που δεν με αφήνουν να συμφιλιωθώ με το «η Ζωή εν τάφω».