Ο Καρλ Μπιλτ είναι πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας
Οι περισσότερες χώρες θέλουν να εξαλείψουν την απειλή μιας πυρηνικής καταστροφής –και δικαίως. Υπάρχει όμως κίνδυνος ορισμένες από τις προσπάθειες που καταβάλλονται να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μέχρι σήμερα το πυρηνικό οπλοστάσιο του πλανήτη έχει μειωθεί δραστικά. Στην περίπτωση των ΗΠΑ και της Ρωσίας η μείωση φτάνει το 80%. Στη Δυτική Ευρώπη, η Βρετανία και η Γαλλία έχουν ελαττώσει το ήδη περιορισμένο οπλοστάσιό τους.
Οι χώρες αυτές είχαν διάφορους λόγους να μειώσουν το οπλοστάσιό τους. Με δεδομένο όμως ότι έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Οπλων (ΝΡΤ), έχουν και την υποχρέωση να το πράξουν.
Τα τελευταία χρόνια η πορεία προς τον πυρηνικό αφοπλισμό έχει μείνει στάσιμη. Η Ρωσία εκσυγχρονίζει τις στρατηγικές πυρηνικές της δυνάμεις και έχει αρχίσει να αναφέρει συχνότερα τις πυρηνικές της ικανότητες. Αυτό εξηγεί και γιατί έχουν σταματήσει οι προσπάθειες μείωσης των πυρηνικών όπλων στη Δυτική Ευρώπη. Αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεξετάζουν το ενδεχόμενο εκσυγχρονισμού των πυρηνικών τους όπλων.
Την ίδια ώρα, το Πακιστάν συνεχίζει να παράγει τα υλικά που χρησιμοποιούνται στα πυρηνικά όπλα. Οι προσπάθειες να αποπυρηνικοποιηθεί η Μέση Ανατολή έχουν αποτύχει και η ευθύνη ανήκει σε μεγάλο βαθμό στο Ισραήλ. Και φυσικά, οι πυρηνικές φιλοδοξίες της Βόρειας Κορέας έχουν δημιουργήσει άλλη μια κρίση στην Ανατολική Ασία.
Μια μεγάλη ομάδα χωρών έχει προτείνει μια φιλόδοξη Συνθήκη Κατάργησης των Πυρηνικών Οπλων, ένα προσχέδιο της οποίας υιοθετήθηκε στις αρχές Ιουλίου από 122 μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Υπάρχουν όμως τρία προβλήματα.
Πρώτον, με δεδομένο ότι κανένα πυρηνικό κράτος δεν υποστηρίζει μια συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων, η σημερινή συνθήκη από μόνη της δεν οδηγεί στην απομάκρυνση ούτε μιας πυρηνικής κεφαλής. Δεύτερον, η νέα συνθήκη μπορεί και να υπονομεύει την ΝΡΤ, που παρά τα προβλήματά της υποστηρίζεται τουλάχιστον από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τρίτον, με το να χαρακτηρίζει την έννοια της εκτεταμένης πυρηνικής αποτροπής παράνομη, ή τουλάχιστον ανήθικη, το προσχέδιο αυτό ενδέχεται να απειλεί την ασφάλεια στην Ευρώπη και την Ανατολική Ασία.
Αυτό που εμποδίζει κατ’ αρχάς μια πυρηνική χώρα να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα είναι η απειλή πυρηνικής απάντησης. Και η λεγόμενη εκτεταμένη αποτροπή μέσω συμμαχιών είναι αυτό που προστατεύει τα μη πυρηνικά κράτη από τους εκβιασμούς των πυρηνικών δυνάμεων. Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, θα ήταν χωρίς αυτή την προστασία ευάλωτη στους πυρηνικούς εκβιασμούς της Κίνας και στις πυραυλικές επιθέσεις της Βόρειας Κορέας. Χωρίς την εκτεταμένη αποτροπή, επιπλέον, τα μη πυρηνικά κράτη μπορεί να επιδιώξουν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.
Απαγορεύοντας ουσιαστικά την αποτροπή, η νέα συνθήκη θα καταστήσει τον κόσμο λιγότερο, όχι περισσότερο ασφαλή. Οι υπερασπιστές της συνθήκης ισχυρίζονται ότι εν καιρώ οι κυβερνήσεις των πυρηνικών δυνάμεων θα αναγκαστούν να καταργήσουν το οπλοστάσιό τους. Αλλά αυτό είναι αφελές. Κανείς άνθρωπος με γνώση της πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι είναι δυνατόν η Κίνα, το Ισραήλ, το Πακιστάν ή Ρωσία να εγκαταλείψουν τα πυρηνικά τους όπλα επειδή το θέλει η κοινή γνώμη.
Μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση θα ήταν να επιδιωχθεί η συνέχιση του πυρηνικού αφοπλισμού τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Ρωσία, όπου οι κίνδυνοι είναι σοβαροί.