Τον χειμώνα του 1993 οι Πάνος και Χάρης Κατσιμίχας είχαν εκδώσει ήδη τέσσερις δίσκους. Η εταιρεία τους (Sony Music) τούς ρώτησε αν ήθελαν να ανοίξουν δύο συναυλίες του Μπομπ Ντίλαν τον Ιούνιο στην Αθήνα με έναν όρο: να στείλουν μεταφρασμένα στα αγγλικά οκτώ τραγούδια για να εγκρίνει τους στίχους τους ο Ντίλαν. Μια Ελληνοαμερικανίδα μετέφρασε για λογαριασμό τους τον “Φάνη”, τις “Προσωπικές οπτασίες”, το “Υπόγειο”, το “Για ένα κομμάτι ψωμί”, τη “Μοναξιά του σχοινοβάτη”, τη “Σαντορίνη” κ.ά. Τα τραγούδια πέρασαν, αλλά ο Πάνος πήγε μόνος το στο sound check, επειδή ο Χάρης είχε ένα (όχι σοβαρό) τροχαίο ατύχημα ερχόμενος από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Ο Πάνος περιγράφει και τη γνωριμία του με τον Ντίλαν στο καμαρίνι του:
Διαβάστε Επίσης
Ποιο τραγούδι του Ντίλαν έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα;
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τού ανήκε και το 2017. Δεν ήταν μόνο η απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας τον περασμένο Οκτώβριο που έθεσε τους απανταχού θαυμαστές υπό την επήρεια του φαινομένου. Ούτε τα ήξεις αφήξεις με την εμφάνιση του Μεγάλου Μπομπ στην Ακαδημία, όπου τελικά έστειλε έναν λόγο περί Ομήρου, Μόμπι Ντικ και πλείστων όσων λογοτεχνικών αναφορών. Ούτε μόνο το τριπλό άλμπουμ «Triplicate», με το οποίο συνέχισε μέσα στη χρονιά τον φόρο τιμής στο μεγάλο αμερικανικό songbook. Ηταν και οι εκδόσεις που τροφοδοτήθηκαν από το ανανεωμένο ενδιαφέρον γύρω από τον bigger than life Ντίλαν. Για να είμαστε δίκαιοι, βέβαια, η κυκλοφορία της έκδοσης «Bob Dylan – 100 τραγούδια» (εκδ. Πατάκη) του δημοσιογράφου Βύρωνα Κριτζά ήταν περισσότερο μια ευτυχής συγκυρία παρά ακολούθημα της επικαιροποιημένης ντιλανομανίας.
Στο βιβλίο, από το οποίο επιλέξαμε χαρακτηριστικές ιστορίες παραθέτει ο Κριτζάς, δέκα άνθρωποι από τον χώρο της μουσικής και γράφουν για τον δικό τους Ντίλαν. Πρόκειται για τους: Διονύση Σαββόπουλο, Νίκο Πορτοκάλογλου, Πάνο Κατσιμίχα, Φοίβο Δεληβοριά, Γιάννη Αγγελάκα, Γιάννη Πετρίδη, Χάρη Συμβουλίδη, Αργύρη Ζήλο, Μάκη Μηλάτο, Κατερίνα Καφεντζή (Kafka).
«Blowin’ in the wind» (1962): «Ισχυρίζεται ότι το έγραψε μέσα σε δέκα λεπτά. Το ίδιο βράδυ, δηλαδή λίγες ώρες μετά, το παρουσίασε σε ένα κλαμπ του Γκρίνουιτς Βίλατζ και το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα…».
«Masters of war» (1963): «Γνωστός σαμποτέρ της κοινής αντίληψης, το 2001 ο Dylan εξήγησε στο USA Today πως το “Masters of war” δεν ήταν ακριβώς αντιπολεμικό τραγούδι –απλώς αποτυπώνει το γενικό κλίμα δυσαρέσκειας που υπήρχε στην Αμερική όταν το 1961, κατά την έξοδό του από την προεδρία, ο Dwight Eisenhower τόνισε την ανάγκη οικονομικής επένδυσης σε όπλα. Το κομμάτι βέβαια δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά, εξού και παραμένει διαχρονικό. Οι “άρχοντες του πολέμου” παρομοιάζονται με τον Ιούδα, κρύβονται πίσω από μάσκες και φοβίζουν τους ανθρώπους να φέρουν παιδιά στον κόσμο…».
«I don’t believe you» (1964): «Ενα τραγούδι που θίγει εμμέσως πλην σαφώς το θέμα του one night stand και τη σύγχυση που προκαλεί. Λίγα χρόνια μετά την έκρηξη και επιβολή του rock and roll, η σεξουαλική απελευθέρωση αρχίζει να αντικατοπτρίζεται στα τραγούδια της εποχής. Οι αθώοι Beatles τραγουδούν “θέλω να σου κρατήσω το χέρι”, οι “αλήτες” Stones το πάνε ένα βήμα παραπέρα φωνάζοντας “ας περάσουμε τη νύχτα μαζί”, ενώ ο Dylan φτάνει ώς το επόμενο πρωί, βρίσκοντας τον εαυτό του αντιμέτωπο με την αδιαφορία μιας κοπέλας που, ενώ την προηγούμενη νύχτα κοιμήθηκε μαζί του, σήμερα “παριστάνει πως δεν το ξέρει”».
«Desolation row» (1965): «Από πού κι ώς πού παίζει ηλεκτρικό βιολί ο Einstein; Γιατί τσακώνονται στον πύργο του καπετάνιου ο T.S. Eliot και ο Ezra Pound; “Αν έβγαινα να τραγουδήσω το Desolation row πριν από πέντε χρόνια, μάλλον θα με δολοφονούσαν” είχε πει ο Dylan στον μουσικοκριτικό Nat Hentoff τον Οκτώβριο του 1965. Στον Keith Richards, από την άλλη, είχε πει κάτι ακόμα πιο βαρύ: “Θα μπορούσα να είχα γράψει το Satisfaction, αλλά εσύ δεν θα μπορούσες να είχες γράψει αυτό”».
«Tears of rage» (1975): «Να κι ένα τραγούδι που ακούστηκε για πρώτη φορά ζωντανά στην Ελλάδα. Ο Dylan το έπαιξε στην Πάτρα το 1989. Να πούμε με την ευκαιρία ότι ο άνθρωπός μας μέχρι στιγμής έχει επισκεφτεί τη χώρα μας για συναυλίες τέσσερις φορές. Η πρώτη ήταν το 1989, όπου έπαιξε στην Πάτρα και στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας, η δεύτερη το 1993, με δύο εμφανίσεις στο Θέατρο Λυκαβηττού της Αθήνας, η τρίτη το 2010 στο Terra Vibe της Μαλακάσας και η τέταρτη επίσης στο Terra Vibe της Αθήνας, αλλά και στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, το 2014».
«Jokerman» (1983): «Σε συνέντευξή του… ο ίδιος θα αποκηρύξει το Jokerman λέγοντας πως πρόκειται για ένα από τα τραγούδια που του ξέφυγαν. Οπως αποκάλυψε, υπέστη πολλές αλλαγές μέχρι να φτάσει στην ολοκλήρωσή του, με αποτέλεσμα να χαθεί κάπου στην πορεία. Το τραγούδι όμως παίρνει αξία ακριβώς μέσα από την αδυναμία του να πατήσει σε συγκεκριμένο μουσικό και στιχουργικό θέμα, ως φωτογραφία ενός αληθινά ιδιόρρυθμου μυαλού».
Οταν ο Πάνος συνάντησε τον Μπομπ
«Είχα μαζί μου ένα μικρό βιβλίο (τους «Προσανατολισμούς» του Οδυσσέα Ελύτη) και μια φυσαρμόνικα σολ ματζόρε, μάρκα Lee Oscar, γιατί ήξερα ότι ο Dylan παίζει μόνο με Hohner. Μπήκαμε στο καμαρίνι. Ο Dylan καθόταν σε μια καρέκλα, όχι σε καναπέ, είχε μπροστά του ένα μπλοκ και κάτι έγραφε. Παραδόξως, δεν ένιωθα καμία αμηχανία και του είπα κατευθείαν: «Με λένε Πάνο και είμαι το support για την αποψινή συναλία». Εβγαλα από τον φάκελο το βιβλίο και του είπα: Αυτός είναι ένας έλληνας ποιητής που το ’79 πήρε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, και αυτή είναι μια Lee Oscar σολ ματζόρε φυσαρμόνικα και στη δίνω γιατί έχει πολύ bright ήχο. Πιστεύω ότι θα σου αρέσει. Είπε ένα ψιθυριστό ευχαριστώ και με ρώτησε πώς είναι ο αδερφός μου, πόση ώρα θα παίξω, αν αισθάνομαι καλά κι αν θέλω να το κάνω μόνος μου. Ξεφύλλισε το βιβλιαράκι, άνοιξε το κουτί και φύσηξε δυο τρεις νότες στη Lee Oscar. Μπροστά του είχε ένα κουρδιστήρι κιθάρας και δύο Hohner φυσαρμόνικες. Πήρε τη μία και μου την έδωσε. Τον ευχαρίστησα, μου ευχήθηκε καλή επιτυχία. Την έχω ακόμα αυτή τη φυσαρμόνικα, φυλαγμένη σαν κόρη οφθαλμού».