Η κυβέρνηση έχει ώς τώρα τραυματίσει τουλάχιστον τρεις φορές τη σχέση της με το δημοκρατικό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η πρώτη διαπράττεται κατ’ εξακολούθηση: πρόκειται για τη συστηματική υπονόμευση θεσμών και ελευθεριών. Οι άλλες δύο είναι συμβολικά πιο φορτισμένες: συνδέονται με τη στάση έναντι της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Πρώτη εκδήλωση της «αριστερής» κυβέρνησης στην ευρωπαϊκή σκηνή υπήρξε η άρνησή της να αποδεχθεί, επ’ απειλή βέτο, την επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Κριμαία. Η κυβέρνηση ήταν νέα, το ζήτημα ανήκε περισσότερο στον χώρο της διπλωματίας, η ελληνική στάση ξένισε, αλλά δεν σοκάρισε. Στο δεύτερο, και εντελώς πρόσφατο, περιστατικό, η ελληνική κυβέρνηση είναι πια γνωστή και οι ιδιαιτερότητές της δεν μπορεί να αποτελέσουν δικαιολογία. Το θέμα –η συμμετοχή στην καταδίκη των κομμουνιστικών εγκλημάτων έπειτα από πρωτοβουλία της προεδρεύουσας την Ενωση χώρας –ανήκει στον στενό πυρήνα των αξιών και της ταυτότητας της Ενωσης. Η ελληνική διαφοροποίηση είναι πιο βαριά, πιο μονομερής, πιο αποκαλυπτική.
Φυσικά, η Ενωση πρέπει να είναι, και είναι, πολιτικά «ανεξίθρησκη»: δέχεται όλες τις ιδεολογίες εντός του δημοκρατικού φάσματος, αντιμετωπίζει επί ίσοις όροις όλες τις κυβερνήσεις, ό,τι πολιτικοϊδεολογικό προσανατολισμό και αν έχουν (η παρούσα ελληνική κυβέρνηση έχει νιώσει, από την καλή, στο πετσί της την εφαρμογή αυτού του κανόνα). Δεν παύει ωστόσο να είναι μια κοινότητα αρχών που τρέφονται από την Ιστορία και υπηρετούν απαρέγκλιτα τη δημοκρατία. Η γνώση, η συζήτηση και η καταδίκη των εγκλημάτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σε όλες τις χώρες της Ενωσης και ειδικά στις χώρες που βγήκαν από τη σοβιετική ζώνη κυριαρχίας μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος είναι κομμάτι όχι μόνο της ευρωπαϊκής Ιστορίας, αλλά του ίδιου του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Δεν αποτελεί πράξη ιδεολογίας -«αντικομμουνισμού» –αυτή η καταδίκη, αλλά πράξη δημοκρατικής κατάφασης. Δεν επιβάλλεται επειδή το ζητούν χώρες εντός της Ενωσης που θέλουν να «εκδικηθούν» τον μέχρι πριν από τριάντα χρόνια δυνάστη τους (αν και θα αρκούσε αυτός ο λόγος), αλλά γιατί η ιστορική μελέτη και η κοινωνική μαρτυρία ανέδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την καταβαράθρωση της δημοκρατίας σε πολλές χώρες επί σειρά ετών.
Αν η σφαγή του Κατίν, η δολοφονική παγίδα στην αφρόκρεμα του πολωνικού στρατού, έχει κάτι το ιστορικά αμφιλεγόμενο (άραγε ακόμα και μετά την επίσημη παραδοχή των Ρώσων το 2010;), δεν ισχύει το ίδιο για τις χιλιάδες εκτελέσεις και φυλακίσεις χωρίς δίκη του σοβιετικού καθεστώτος, τα τανκς της Πράγας και της Βουδαπέστης. Δεν υπάρχει σύγκριση του ναζισμού και του υπαρκτού κομμουνισμού, γιατί δεν χρειάζεται σύγκριση: και οι δύο στράφηκαν με όπλο τη βία κατά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, άρα και οι δύο είναι αντίθετοι στην ουσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για να μην ξανασυμβεί κάτι που να τους μοιάζει, οι ευρωπαϊκές χώρες και οι ευρωπαϊκοί λαοί αποφάσισαν να πορευτούν μαζί και διαφορετικά.
Αγνοώντας ή παραβιάζοντας αυτή τη θεμελιώδη συνθήκη συμβίωσης, η ελληνική κυβέρνηση εξέθεσε τις καταβολές της, τη σύγχυσή της για το τι συνιστά πραγματικά «αριστερό», την περιφρόνησή της για τη δημοκρατία όταν δεν βολεύει το «αφήγημά» της. Θα μας εξέθετε όλους, αν η Ενωση και οι θεσμοί της δεν τη «διάβαζαν», αυτή τη φορά, σωστά.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος