Η μέθοδος είναι γνωστή στα καθεστώτα που, σύμφωνα με τον Σταύρο Κοντονή, δεν διέπραξαν εγκλήματα. Και είναι ένα καφκικό περιβάλλον που έζησαν όσοι ταλαιπωρήθηκαν ως αντιφρονούντες στα ανακριτικά γραφεία της Στάζι και άλλων μυστικών αστυνομιών: κάποια στιγμή, κι όταν τελειώνουν τα επιχειρήματα, φτάνεις να κατηγορείσαι για πράγματα που ποτέ δεν έχεις πει.
Το περιβάλλον που διαμορφώνει ο υπουργός Δικαιοσύνης με τις δηλώσεις του δεν είναι καφκικό –τουλάχιστον όχι ακόμη. Ο Κοντονής όμως κοπιάρει κάτι από εκείνη τη μέθοδο όταν λέει ότι «εμείς ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι ο κομμουνισμός είναι εγκληματική ιδεολογία». Οταν υπαινίσσεται ότι όσοι διαφωνούν μαζί του διαπνέονται από έναν στείρο αντικομμουνισμό ή εμπνέονται από ολοκληρωτικές ιδεολογίες, όπως οι «φιλοναζί» Εσθονοί. Εντάξει, ο Κοντονής δεν ανακρίνει. Αλλά όταν λέει ότι «εμείς δεν ταυτίσαμε πότε το ΚΚΕ με τους ναζιστές» εννοεί ότι το έκαναν οι άλλοι. Και αυτός ο υπαινιγμός αρκεί για να βυθίσει τη Δημοκρατική Συμπαράταξη σε μια φοβική σιωπή, στη φρικτή αίσθηση πως ό,τι πει μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της.
Κάτι περισσότερο και πιο σκοτεινό από εκείνη τη μέθοδο κοπιάρει το επίσημο όργανο προπαγάνδας του κόμματος του υπουργού όταν χαρακτηρίζει «ακροδεξιούς» όσους αρνούνται να απαλλάξουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα από τα εγκλήματά τους –ακόμη κι αν ανάμεσα σε αυτούς είναι οι ιδρυτικοί μύθοι της ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν είναι η προθυμία να παραχαράξει η κομματική εφημερίδα το ίδιο της το παρελθόν που εκπλήσσει. Είναι ο φανατισμός με τον οποίο το κάνει. Ενας τυφλός, καταστατικός πια, φανατισμός.